κατουρημένος, -η, -ο, επίθ. [μτχ. του ρ. κατουρώ], κατουρημένος. 1. που είναι πολύ φοβισμένος, πολύ τρομαγμένος: «ήρθε κατουρημένος, γιατί έμαθε πως ο διευθυντής ανακάλυψε την απουσία του απ’ το πόστο του». Από το ότι έχει παρατηρηθεί πως, όταν κάποιος είναι πολύ φοβισμένος, κατουριέται επάνω του. 2. το ουδ. στον πλ. ως ουσ. τα κατουρημένα, τα ρούχα, τα βρακιά που έχουν κατουρηθεί: «πάλι κατουρημένα τα ’χεις, βρε παλιόπαιδο!»·
- μάζεψε τα κατουρημένα του κι έφυγε, αποχώρησε από κάπου καταντροπιασμένος: «μόλις αποκάλυψε ο τάδε πως αυτός ήταν που μας κάρφωσε στην αστυνομία, μάζεψε τα κατουρημένα του ο δικός σου κι έφυγε»·
- πήρε τα κατουρημένα του κι έφυγε, βλ. φρ. μάζεψε τα κατουρημένα του κι έφυγε·
- τον έχω κατουρημένο, α. δεν τον υπολογίζω καθόλου, τον περιφρονώ τελείως: «αν είναι κι ο τάδε, δεν έρχομαι, γιατί τον έχω κατουρημένο». β. δεν τον φοβάμαι καθόλου: «μαλώνω μαζί του ότι ώρα θέλει, γιατί τον έχω κατουρημένο»·
- φιλώ κατουρημένες ποδιές, βλ. λ. ποδιά.