κατάστιχο, το, ουσ. [<φρ. κατά στίχον], συνήθως στον πλ. τα κατάστιχα, α. τα λογιστικά βιβλία επιχείρησης, τα βιβλία της εφορίας, τα βιβλία όπου καταγράφονται οι διάφοροι λογαριασμοί από διάφορες συναλλαγές: «έχει πάντα τα κατάστιχά του ενημερωμένα». β. αρχείο δημόσιας αρχής ή επιχείρησης: «δε βλέπω γραμμένο στο κατάστιχο τον άνθρωπο που ζητάς». γ. κέντρο πληροφοριών κάποιας δημόσιας ή ιδιωτικής υπηρεσίας για τα στοιχεία ή τη διαγωγή κάποιου ατόμου: «έχει συνέχεια τραβήγματα με την αστυνομία, γιατί είναι γραμμένος στα κατάστιχα της Ασφάλειας». δ. (στη γλώσσα της αργκό) τα νομικά βιβλία: «για να μάθεις τους νόμους, πρέπει να διαβάσεις ένα σωρό κατάστιχα». Συνών. βιβλία / κιτάπια / τεφτέρια· 
- ανοίγω τα παλιά κατάστιχα, α. επανέρχομαι σε παλιούς οικονομικούς λογαριασμούς που δεν έχουν ακόμη τακτοποιηθεί ή που μπορεί και να έχουν ξεχαστεί: «όταν δεν έχει δουλειά, ανοίγει τα παλιά κατάστιχα για να δει ποιοι ακόμη του χρωστάνε». β. ανακινώ παλιές διαφορές, παλιές έχθρες: «δεν το βλέπω σωστό μετά από τόσο καιρό ν’ ανοίξουμε πάλι τα παλιά κατάστιχα». Συνών. ανοίγω τα παλιά βιβλία / ανοίγω τα παλιά κιτάπια / ανοίγω τα παλιά τεφτέρια·
- ο Εβραίος όταν δεν έχει δουλειά, ανοίγει τα παλιά του κατάστιχα ή ο Εβραίος όταν δεν έχει δουλειά, σκαλίζει τα παλιά του κατάστιχα, βλ. λ. δουλειά·
- σκαλίζω τα παλιά κατάστιχα, βλ. φρ. ανοίγω τα παλιά κατάστιχα·
- τα γράφω όλα στου διαβόλου το κατάστιχο ή τα έχω γραμμένα όλα στου διαβόλου το κατάστιχο, βλ. λ. διάβολος·
- τον γράφω στα μαύρα κατάστιχα ή τον έχω γραμμένο στα μαύρα κατάστιχα, υποθετικό κατάστιχο, όπου σημειώνουμε τις κακές ενέργειες κάποιου ή κάποιων για να τους τιμωρήσουμε ή για να τους εκδικηθούμε με την πρώτη ευκαιρία: «τώρα χαίρεται, αλλά δεν ξέρει πως τον έχω γράψει στα μαύρα κατάστιχα και πως τον περιμένω στη γωνία για να του τη φέρω». Συνών. τον γράφω στη μαύρη λίστα ή τον έχω γραμμένο στη μαύρη λίστα·
- τον γράφω στου διαβόλου το κατάστιχο ή τον έχω γραμμένο στου διαβόλου το κατάστιχο, βλ. λ. διάβολος·
- τον έχω στου διαβόλου το κατάστιχο, βλ. διάβολος.