καταπέρα, επίρρ. [<κατα- + πέρα], πιο μακριά, μακρύτερα: «θέλω να μετακινηθείς λίγο καταπέρα για να καθίσω κι εγώ»·
- κάνω καταπέρα, βλ. φρ. κάνω παραπέρα, λ. παραπέρα·
- πήγε καταπέρα, παραμέρισε, αποτραβήχτηκε, απομακρύνθηκε από κάπου: «αυτός που ψάχνεις, έφυγε και πήγε καταπέρα». Σχεδόν πάντα συνοδεύεται με κίνηση του χεριού προς το μέρος που απομακρύνθηκε το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, ή με νεύμα του κεφαλιού·
- τράβηξε καταπέρα, βλ. φρ. πήγε καταπέρα·
- τραβώ καταπέρα, βλ. φρ. κάνω καταπέρα.