κατάμουτρα, επίρρ. [<κατα- + μούτρο]. 1. επάνω στο πρόσωπο: «τον έφτυσε κατάμουτρα». 2. καταπρόσωπο: «τον έβρισε κατάμουτρα»·
- μου το χτυπάει κατάμουτρα, μου αναφέρει, μου υπενθυμίζει κάθε τόσο με προκλητικό ή υποτιμητικό τρόπο κάτι καλό, που μου έκανε στο παρελθόν: «με βοήθησε κάποτε, κι από τότε συνέχεια μου το χτυπάει κατάμουτρα»·
- του βρόντηξα την πόρτα κατάμουτρα, βλ. λ. πόρτα·
- του βρόντηξε την πόρτα κατάμουτρα, βλ. λ. πόρτα·
- του ’κλεισα την πόρτα κατάμουτρα, βλ. λ. πόρτα·
- του ’κλεισε την πόρτα κατάμουτρα, βλ. λ. πόρτα·
- του πετώ κατάμουτρα, εκφράζω με επιθετική διάθεση τη γνώμη μου, του μιλώ σκαιότατα: «όταν μ’ ενοχλεί κάποιος, αφήνω τις ευγένειες και του πετώ κατάμουτρα αυτό που θέλω να του πω || του πέταξε κατάμουτρα πως ήταν απατεώνας, κι έφυγε σαν κύριος»·
- του τα ’πα κατάμουτρα, του μίλησα χωρίς φόβο, με θάρρος, με περιφρόνηση: «ήμουν τόσο νευριασμένος, που μόλις τον είδα του τα ’πα κατάμουτρα»·
- του το πέταξα κατάμουτρα, του το επέστρεψα ή του το έδωσα με άπρεπο, με προσβλητικό τρόπο: «μόλις μου είπε πως το πράμα που κρατούσα ήταν δικό του, του το πέταξα κατάμουτρα».