καρύδι, το, ουσ. [<μτγν. καρύδιον, υποκορ. του αρχ. ουσ. κάρυον], το καρύδι. 1. η προεξοχή του λάρυγγα στο λαιμό, το μήλο του Αδάμ: «καθώς μιλούσε, έβλεπες το καρύδι του ν’ ανεβοκατεβαίνει». 2. χτύπημα στο κεφάλι κάποιου με την κλείδωση του μεσαίου δαχτύλου, που δίνεται χάριν αστεϊσμού και είναι διαδεδομένο ιδίως ανάμεσα στα παιδιά: «πήγα κρυφά από πίσω του και του ’δωσα ένα καρύδι στο κεφάλι». Συνών. κοκονίδι. 3. (στη γλώσσα της αργκό) το άκρο του πέους, η βάλανος: «το παραμικρό χτύπημα πάνω στο καρύδι, προξενεί αφόρητο πόνο». Συνών. κεφάλι (2) / κόμπος (6). 4. στον πλ. τα καρύδια, τα αρχίδια: «έφαγε μια κλοτσιά στα καρύδια του κι ούρλιαξε απ’ τον πόνο». Για συνών. βλ. λ. αρχίδι (4). (Ακολουθούν 21 φρ.)·
- είναι κούφιο καρύδι, πρόκειται για άτομο κενού περιεχομένου: «μην σ’ επηρεάζει το καλό παρουσιαστικό του, γιατί είναι κούφιο καρύδι ο νεαρός»·
- είναι σκληρό καρύδι, δεν υποχωρεί εύκολα σε πιέσεις ή σε εκβιασμούς, ξέρει να μάχεται σκληρά για το συμφέρον του: «πρέπει να βρούμε κι εμείς έναν πεπειραμένο διαπραγματευτή, γιατί ο τάδε είναι σκληρό καρύδι»·
- θα σου δαγκάσω το καρύδι, βλ. φρ. θα σου φάω το καρύδι·
- θα σου κόψω το καρύδι, βλ. συνηθέστ. θα σου κόψω το λαρύγγι, βλ. λ. λαρύγγι·
- θα σου στρίψω το καρύδι, βλ. συνηθέστ. θα σου στρίψω το λαρύγγι, βλ. λ. λαρύγγι·
- θα σου φάω το καρύδι, θα σου προξενήσω μεγάλη σωματική ζημιά, θα σε τιμωρήσω σκληρά, παραδειγματικά: «αν ενοχλήσεις ξανά την αδερφή μου, θα σου φάω το καρύδι»·
- κάθε καρυδιάς καρύδι, συγκέντρωση σε κάποιο χώρο, συνήθως ύποπτη ή παράνομη, ατόμων άγνωστης προέλευσης: «εκείνο το βράδυ υπήρχε στο καφενείο κάθε καρυδιάς καρύδι». Συνών. η σάρα η μάρα ή η σάρα, η μάρα και το κακό συναπάντημα·
- καρύδια με το μέλι, α. τροφή που θεωρείται αφροδισιακή. (Λαϊκό τραγούδι: σου ’χω βάλει κοκκινέλι και καρύδια με το μέλι, σου ’χω στρώσει στο κρεβάτι την κουβέρτα τη φλοκάτη, έλα έλα). β. η καλοπέραση: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, όλο καρύδια με το μέλι ο φιλαράκος σου»·
- κούφια καρύδια, λόγια ανόητα, χωρίς ουσία, χωρίς περιεχόμενο: «μιλούσε μια ώρα απ’ το βήμα και τι νομίζεις πως έλεγε, κούφια καρύδια έλεγε»·
- κούφια καρύδια, πίτα δεν κάνουν, με ανεπαρκή μέσα δεν μπορεί κανείς να πετύχει στο σκοπό του: «έχεις λίγα λεφτουδάκια, και για να κάνεις δουλειά σήμερα πρέπει να ’χεις πολλά λεφτά, γιατί κούφια καρύδια, πίτα δεν κάνουν»·
- μου έδωσε της ελιάς τα μέσα και του καρυδιού τ’ απ’ έξω, βλ. λ. ελιά·
- περνώ καρύδι και μέλι ή περνώ καρύδι με το μέλι, ζω άνετα, ευχάριστα, καλοπερνώ: «όλοι θέλουν στη ζωή τους να περνούν καρύδι με το μέλι»·
- πότε με τα καρύδια του, πότε με το χαλβά του, έφερε την καλόγρια με τα θελήματά του, βλ. λ. θέλημα·
- σπάει καρύδια, έχει αναπτυγμένο σε μεγάλο βαθμό ένα ιδιαίτερο γνώρισμα: «η βλακεία του σπάζει καρύδια || η μαλακία του σπάει καρύδια || η χαζομάρα του σπάει καρύδια || η γκρίνια της σπάει καρύδια». Ως καρύδια υπονοούνται τα αρχίδια·
- τα δικά μας είναι καρύδια κι ακούγονται, τα δικά τους σύκα και δεν ακούγονται, λέγεται στις περιπτώσεις που τα λάθη ή τα ελαττώματά μας προβάλλονται και κατακρίνονται, ενώ για κάποιους άλλους καλύπτονται και αποσιωπούνται. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ βέβαια· βλ. και φρ. του φτωχού το κέρατο στο κούτελο και τ’ άρχοντα στο γόνατο, λ. κέρατο·
- τα κάστανα θέλουν κρασί και τα καρύδια μέλι, βλ. λ. μέλι·
- τον αρπάζω απ’ το καρύδι, βλ. συνηθέστ. τον αρπάζω απ’ το λαιμό, λ. λαιμός·  
- τον πιάνω απ’ το καρύδι, βλ. φρ. τον αρπάζω απ’ το καρύδι·  
- του δάγκασα το καρύδι, τον κακοποίησα επικίνδυνα: «τόσο ήταν το μίσος μου γι’ αυτόν τον άνθρωπο που, μόλις τον έπιασα στα χέρια μου, του δάγκασα το καρύδι»·
- του ’κοψα το καρύδι, βλ. συνηθέστ. του ’κοψα το λαρύγγι, λ. λαρύγγι·
- του ’στριψα το καρύδι, βλ. συνηθέστ. του ’στριψα το λαρύγγι, λ. λαρύγγι·
- του ’φαγα το καρύδι, του προξένησα μεγάλη σωματική ζημιά, τον τιμώρησα σκληρά, παραδειγματικά: «στο τέλος δεν άντεξα ν’ ακούω τις προσβολές του, τον άρπαξα στα χέρια μου και του ’φαγα το καρύδι».