καρσιλαμάς, ο, ουσ. [<τουρκ. karşilama (= συνάντηση, αναμέτρηση)]. 1. είδος λαϊκού αντικριστού χορού που μοιάζει με το ζεϊμπέκικο· χορεύεται σε αργό ή γρήγορο ρυθμό από δυο άτομα, συνήθως από δυο άντρες, αλλά και από άντρα με γυναίκα. Όταν χορεύεται από δυο γυναίκες το γυρίζουν από άγνοια στο τσιφτετέλι: «μόλις άρχισαν να χορεύουν καρσιλαμά, όλα τα βλέμματα καρφώθηκαν απάνω τους». (Λαϊκό τραγούδι: σύρμα πάνω σύρμα κάτω, παίζω εγώ τον μπαγλαμά και η βλάμισσα χορεύει όμορφο καρσιλαμά). 2. (στη γλώσσα της αργκό) μέθοδος κλοπής πορτοφολιών στο δρόμο, όπου ο πορτοφολάς κάνει πως σκοντάφτει και ακουμπάει τα χέρια του πάνω στο στήθος του θύματος, δήθεν για να μην πέσει, πράγμα που του είναι αρκετό για να του αποσπάσει το πορτοφόλι: «από μικρός έμαθε τον καρσιλαμά κι έχει γίνει αητός σ’ αυτό το κόλπο»·
- δεν αφήνεις τον καρσιλαμά! ειρωνική αλλά και απειλητική προτροπή σε κάποιον να πάψει να μιλάει με υπεκφυγές και να μιλήσει καθαρά, ντόμπρα: «δεν αφήνεις τον καρσιλαμά, ρε παιδάκι μου, και να μας πεις τι ακριβώς θέλεις!». Αναφορά στη μέθοδο κλοπής του πορτοφολά. Συνών. δεν αφήνεις το τσάμικο! / δεν αφήνεις τον καλαματιανό(!)·
- δουλεύει (τον) καρσιλαμά, (στη γλώσσα της αργκό) είναι πορτοφολάς, ειδικός στη μέθοδο του καρσιλαμά: «χρόνια τώρα δουλεύει καρσιλαμά και δεν τον μπαγλάρωσαν ούτε μια φορά»·
- θα τον χορέψω καρσιλαμά ή θα τον κάνω να χορέψει καρσιλαμά, απειλητική έκφραση σε κάποιον πως θα τον υποβάλω σε μεγάλη ταλαιπωρία, πως θα τον βασανίσω, θα τον ξυλοκοπήσω άγρια: «να του πείτε πως, αν ξαναπειράξει την κόρη μου, θα τον κάνω να χορέψει καρσιλαμά». Συνών. θα τον χορέψω καλαματιανό ή θα τον κάνω να χορέψει καλαματιανό / θα τον χορέψω σάμπα ή θα τον κάνω να χορέψει σάμπα / θα τον χορέψω τσάμικο ή θα τον κάνω να χορέψει τσάμικο / θα τον χορέψω τσάρλεστον ή θα τον κάνω να χορέψει τσάρλεστον·
- το ρίχνω στον καρσιλαμά, δε με νοιάζει, δε με ενδιαφέρει τίποτα: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, το ’ριξε στον καρσιλαμά». Από την εικόνα του χορευτή, που πάνω στο χορό δε νοιάζεται για τίποτε άλλο. Συνών. το ρίχνω στο τσάμικο / το ρίχνω στον καλαματιανό·
- τον χόρεψε καρσιλαμά, α. του δημιούργησε μεγάλα προβλήματα, τον ταλαιπώρησε πάρα πολύ: «μέχρι να του επιστρέψει τα λεφτά που του χρωστούσε, τον χόρεψε καρσιλαμά». β. τον ξυλοκόπησε άγρια: «αφού δεν έπαιρνε με το καλό, τον άρπαξε στα χέρια του και τον χόρεψε καρσιλαμά». Από την εικόνα του χορευτή που καταβάλλει μεγάλο κόπο να πραγματοποιήσει τις φιγούρες του χορού. Συνών. τον χόρεψε καλαματιανό / τον χόρεψε σάμπα / τον χόρεψε τσάμικο / τον χόρεψε τσάρλεστον.