καρμανιόλα, η, ουσ. [<ιταλ. carmagnola], η λαιμητόμος. 1. δρόμος, στροφή ή διασταύρωση, όπου συμβαίνουν συχνά τροχαία θανατηφόρα ατυχήματα: «πρόσεχε πώς οδηγείς σ’ αυτό το δρόμο, γιατί είναι σκέτη καρμανιόλα». Αναφορά στη λαιμητόμο. 2. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) στημένη χαρτοπαικτική παρτίδα, όπου με σημαδεμένη τράπουλα ή με συνθήματα ανάμεσα στους συνεννοημένους παίχτες, κατακλέβουν τους υπόλοιπους: «έπεσε σε τέτοια καρμανιόλα, που μέσα σε λίγη ώρα έχασε όλα τα λεφτά του». 3. πανάκριβο κέντρο διασκέδασης: «μπορεί να ’χει καλό πρόγραμμα, αλλά δεν πάει κανένας απ’ την παρέα μας σε κείνο το μαγαζί, γιατί είναι σκέτη καρμανιόλα και παίρνει κεφάλια»·
- βάζω το κεφάλι μου στην καρμανιόλα, βλ. λ. κεφάλι·
- θέλει καρμανιόλα, πρέπει να τιμωρηθεί πολύ σκληρά, πολύ παραδειγματικά: «αφού έβρισε τους γέρους γονείς του, θέλει καρμανιόλα». (Λαϊκό τραγούδι: η Έλλη θέλει σκότωμα, θέλει καραμανιόλα, π’ απάτησε τον άντρα της και τα παιδιά της όλα). Συνών. θέλει γδάρσιμο / θέλει κρέμασμα / θέλει κρέμασμα ανάποδα / θέλει κρέμασμα απ’ τ’ αρχίδια / θέλει κρέμασμα απ’ το λαιμό / θέλει ντουφέκισμα / θέλει πνίξιμο / θέλει σκότωμα / θέλει σούβλισμα / θέλει σφάξιμο·
- θέλω καρμανιόλα, έκφραση που δηλώνει έντονη μεταμέλεια για κάτι που είπαμε ή κάναμε: «ντρέπομαι να σε δω, γιατί θέλω καρμανιόλα γι’ αυτά που είπα για σένα πάνω στο θυμό μου || αν έκανα τέτοια μαλακία, θέλω καρμανιόλα». Συνών. θέλω γδάρσιμο / θέλω κρέμασμα / θέλω κρέμασμα ανάποδα / θέλω κρέμασμα απ’ τ’ αρχίδια / θέλω κρέμασμα απ’ το λαιμό / θέλω ντουφέκισμα / θέλω πνίξιμο / θέλω σκότωμα / θέλω σούβλισμα / θέλω σφάξιμο.