καρδιοχτύπι, το, ουσ. [καρδιά + χτύπος]. 1. έντονη ανησυχία, ταραχή, αγωνία ή φόβος για την έκβαση μιας υπόθεσης που μας ενδιαφέρει άμεσα και που κάνει την καρδιά μας να χτυπά δυνατά: «έχω μεγάλο καρδιοχτύπι για τη δίκη που πρόκειται να γίνει || πέρασα μεγάλο καρδιοχτύπι, μέχρι να βγουν τ’ αποτελέσματα των εξετάσεων». 2. έντονο ερωτικό ενδιαφέρον ή γενικά ενδιαφέρον για ένα άτομο που κάνει την καρδιά μας να χτυπά δυνατά: «δεν μπορείς να κρύψεις το καρδιοχτύπι σου γι’ αυτή τη γυναίκα || δεν μπορεί να κρύψει το καρδιοχτύπι του για τα παιδιά του». (Λαϊκό τραγούδι: φιλί μου, κορμί μου, ψυχή μου, φωτιά μου κι αγρύπνια μου, ζωή της ζωής μου, καρδιά μου, τρελά καρδιοχτύπια μου).3. έντονος φόβος, τρόμος για κάτι: «να δεις εσύ καρδιοχτύπι που πέρασα, όταν είδα την νταλίκα να ’ρχεται καταπάνω μου».
- τα πρώτα καρδιοχτύπια, οι πρώτες ερωτικές ανησυχίες των νέων: «συνάντησα τυχαία την τάδε στο δρόμο, κι όπως καθίσαμε να πιούμε έναν καφέ, θυμηθήκαμε και τα πρώτα καρδιοχτύπια που είχαμε». (Λαϊκό τραγούδι: μαζί στα πρώτα βάσανα στα πρώτα καρδιοχτύπια, οι δυο μας πρωτοζήσαμε τα πρώτα μας ξενύχτια).