καραμέλα, η, ουσ. [<ιταλ. caramella], η καραμέλα· (στη γλώσσα των ναρκωτικών) ηρωίνη ζεσταμένη σε αλουμινόχαρτο: «μόνο αν έχεις καθαρό πράμα, μπορείς να κάνεις καραμέλα»·
- πιπιλώ την καραμέλα ή πιπιλώ την ίδια καραμέλα, επαναλαμβάνω στερεότυπα τα ίδια λόγια, τα ίδια επιχειρήματα, ιδίως πολιτικά: «τους έχουν πει απ’ το κόμμα τους πέντε πράγματα και πιπιλούν χρόνια τώρα την ίδια καραμέλα»·
- την κάνω καραμέλα, (στη γλώσσα της αργκό) α. δειλιάζω, κωλώνω, υποχωρώ: «μόλις αγρίεψε ο άλλος, την έκανα καραμέλα και το βούλωσα». Συνών. την κάνω μαστίχα. β. ξεγελιέμαι ή προσποιούμαι πως ξεγελιέμαι, δεν καταλαβαίνω κάτι ή προσποιούμαι πως δεν καταλαβαίνω, δε λέω τίποτα, σιωπώ: «κάθε φορά που δε θέλω να γίνει φασαρία, την κάνω καραμέλα και κάθομαι στ’ αβγά μου». (Λαϊκό τραγούδι: απ’ το πίστι πίτσι πίτσι, το ’χεις πρήξει το κορίτσι, άσ’ τα κόλπα βρε Βαγγέλα, κόψ’ το κάν’ την καραμέλα
- το κάνω καραμέλα, βλ. συνηθέστ. πιπιλώ την καραμέλα·
- του ’δωσα τα δόντια του να τα φάει για καραμέλες, βλ. λ. δόντι.