καπίκι, το, ουσ. [<ρωσ. kopeika], το καπίκι. 1. νόμισμα με μηδαμινή αξία. Από το ότι το καπίκι είναι υποδιαίρεση (το ένα εκατοστό) του ρωσικού ρουβλίου. 2. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) ο πόντος που κερδίζει ή χάνει κάποιος στην πρέφα: «σήμερα ήμουν τυχερός, γιατί κέρδισα χίλια καπίκια || παραβίασα το φύλλο κι έχασα χίλια καπίκια || πόσα λεφτά θα υπολογίσουμε το καπίκι;». 3. στον πλ. τα καπίκια, (γενικά) τα χρήματα, οι παράδες: «όταν έχεις καπίκια, κάνεις ό,τι θέλεις»·
- δεν υπάρχει καπίκι, δηλώνει παντελή έλλειψη χρημάτων: «όταν δεν υπάρχει καπίκι, αναγκάζομαι να μένω κλεισμένος στο σπίτι».