καπάνταης, ο, ουσ. [<τουρκ. kabadayι], (στη γλώσσα της αργκό) ο τσαμπουκάς, ο νταής, ο μάγκας, ο παλικαράς, τραμπούκος: «είχε μαζί του κι έναν καπάνταη και δεν τολμούσε κανένας μας να του πει λέξη». Ακούγεται και καμπάνταης, ο· βλ. και λ. κιουλάμπεης·
- κάνω τον καπάνταη, προσποιούμαι τον νταή, τον παλικαρά, τον τσαμπουκά: «εμένα μη μου κάνεις τον καπάνταη, γιατί θα στις βρέξω».