κανοναρχώ κ. καλοναρχώ, ρ. [<μσν. κανοναρχῶ], κανοναρχώ· υπαγορεύω σε κάποιον τι θα πει και τι θα κάνει: «πάψε επιτέλους να με κανοναρχείς, γιατί δεν είμαι κανένα μωρό!»·
- όπως του κανοναρχείς, ψέλνει, λέγεται για άτομο που δεν έχει προσωπική άποψη, αλλά υπακούει και εκφέρει άκριτα τη γνώμη άλλου: «να είσαι σίγουρος πως θα πει αυτά που θέλουμε, γιατί αυτός είναι από κείνους, που, όπως του κανοναρχείς, ψέλνει»· βλ. και φρ. όπως του βαρούν, χορεύει, βλ. λ. βαράω.