καμώνομαι, ρ. [<μσν. καμώνω, από τον αόρ. ἔκαμον του ρ. κάμνω]. 1. προσποιούμαι, υποκρίνομαι, παριστάνω κάτι που δεν είμαι, κάνω δήθεν πως…: «καμώθηκε τον άρρωστο για να μην πάει στη δουλειά || καμώθηκε πως δε μ’ είδε, γιατί μου χρωστάει ένα κάρο λεφτά». 2. κάνω παιχνίδια, κάνω νάζια, ακκίζομαι: «όσο και να καμώνεσαι, δεν μπορείς να με ρίξεις!». 3. δίνεται και ως απάντηση σε κάποιον που μας ρωτάει από ενδιαφέρον τι κάνεις; και έχει την έννοια πως δεν είμαι καθόλου καλά, τόσο από ψυχολογική διάθεση όσο και από επαγγελματική άποψη:  «βρε βρε, καιρό έχω να σε δω, τι κάνεις; -Καμώνομαι»·
- να καμωθείς! απάντηση δυσαρέσκειας, αγανάκτησης ή και αδιαφορίας στην απεγνωσμένη ερώτηση κάποιου τι να κάνω ή τι θα κάνω. Συνών. να ξεραθείς! (α) / να πρηστείς(!)·
- να καμωθείς και να σκάσεις! επιτείνει την έννοια της παραπάνω φράσης. Συνών. να ξεραθείς και να σκάσεις! / να πρηστείς και να σκάσεις!