καμωμένος, -η, -ο, επίθ. [μτχ. του ρ. κάμω], καμωμένος. 1. που είναι πλασμένος, γεννημένος για κάτι: «έχει την εντύπωση πως είναι καμωμένος μόνο για τη μεγάλη ζωή || αυτός ο άνθρωπος είναι καμωμένος για να κυβερνήσει μια μέρα τον τόπο μας». 2. το ουδ. στον πλ. ως ουσ. τα καμωμένα (βλ. λ.)·
- είναι καμωμένοι ο ένας για τον άλλον, βλ. φρ. είναι πλασμένοι ο ένας για τον άλλον, λ. πλασμένος
- ό,τι κάνεις μόνος σου είναι γρήγορα καμωμένο, βλ. λ. μόνος.