αλάργα, επίρρ. [<ιταλ. alla larga <γενοβ. a larga (= στο ανοιχτό πέλαγος)]. 1. (στη γλώσσα της αργκό) μακριά, σε μεγάλη απόσταση: «μόλις τους είδε ν’ αρπάζονται στα χέρια, στάθηκε αλάργα». (Λαϊκό τραγούδι: αλάργα ανάβουν οι φωτιές, αλάργα νανουρίζουν, τι έχουν τα έρμα και ψοφούν, μαγκάκια μου, πάνε και δε γυρίζουν). 2. συνήθως διπλασιαζόμενο, σε αραιά χρονικά διαστήματα: «αλάργα αλάργα περνάει κι από τα μέρη μας». 3. αλάργα! προστακτικό ή απειλητικό επιφώνημα σε κάποιον να απομακρυνθεί από κοντά μας: «αλάργα, μη σε πλακώσω στις μπουνιές!»·
- αλάργα αλάργα το φιλί, για να ’χει νοστιμάδα, βλ. λ. φιλί·
- αλάργα φίλε, επιγραφή που βλέπουμε πολλές φορές στην πίσω πλευρά φορτηγών αυτοκινήτων με την οποία προτρέπει τον οδηγό που ακολουθεί, να κρατάει κάποια απόσταση για περισσότερη ασφάλειά του·
- κάνω αλάργα, απομακρύνομαι: «μόλις βλέπω να ’ρχεται αυτός ο άνθρωπος, κάνω αλάργα, γιατί δεν τον πάω καθόλου»·
- τον κάνω αλάργα, τον απομακρύνω, τον διώχνω από κοντά μου, από την παρέα μου: «επειδή δεν είναι καλό παιδί, τον έκαναν όλοι αλάργα».