καμάρι, το, ουσ. [<μσν. καμάριν <μτγν. καμάριον, υποκορ. του αρχ. ουσ. καμάρα], το καμάρι. 1. το συναίσθημα περηφάνιας, ικανοποίησης και χαράς, που νιώθει κάποιος από τη στιγμή που κατόρθωσε να φέρει με επιτυχία σε πέρας κάτι ή να αποκτήσει κάτι, και το αντίστοιχο ύφος που παίρνει: «απ’ τη μέρα που πέρασε στο πανεπιστήμιο, περπατάει με καμάρι || απ’ τη μέρα που αγόρασε καινούριο αυτοκίνητο είναι όλο καμάρι». (Λαϊκό τραγούδι: είχα ένα μπάρμπα εγώ νταή τον ξακουστό τον Παναή, καμάρι κι ασικλίκι, λάζο στη μέση του χωστό μουστάκι μαύρο γυριστό καφέ αμάν κι αγαπητιλίκι). 2. αυτό για το οποίο καμαρώνει κανείς, που του δημιουργεί το συναίσθημα της περηφάνιας, της ικανοποίησης και χαράς: «έχει πολλούς πίνακες ζωγραφικής στη συλλογή του, αλλά αυτός ειδικά ο πίνακας είναι το καμάρι του || αγαπάει όλα τα παιδιά του, αλλά το μικρότερο είναι το καμάρι του». (Λαϊκό τραγούδι: κι εσύ, βρε Στάλιν, αρχηγέ, του κόσμου το καμάρι, όλοι οι εργάτες σ’ αγαπούν, γιατ’ είσαι παλικάρι
- έχω για καμάρι μου, καμαρώνω, περηφανεύομαι για κάτι: «μπορεί να ταλαιπωρήθηκα στη ζωή μου, αλλά έχω για καμάρι μου τα παιδιά μου». (Λαϊκό τραγούδι: Περαία μου Περαία μου με το Σαρωνικό σου που έχεις για καμάρι σου τον Ολυμπιακό σου
- κορόνα μου και καμάρι μου, βλ. λ. κορόνα·
- ο κόσμος το ’χει τούμπανο κι αυτός κρυφό καμάρι, βλ. λ. κόσμος·
- τιμή μου και καμάρι μου, βλ. λ. τιμή·
- το ’χω καμάρι, περηφανεύομαι, χαίρομαι, καυχιέμαι για κάτι: «το ’χω καμάρι που δε ζήτησα ποτέ εξυπηρέτηση από κανένα κόμμα». (Λαϊκό τραγούδι: όλοι σε λένε έμορφη, γι’ αυτό το ’χεις καμάρι και ξέρω πως δεν αγαπάς τον άντρα που ’χεις πάρει
- το ’χω κρυφό καμάρι, καμαρώνω για κάποιον ή για κάτι, που όμως δεν το δείχνω φοβούμενος τη ζήλια ή το μάτιασμα του κόσμου: «το ’χω κρυφό καμάρι που ο γιος μου αριστεύει στις σπουδές του || απ’ τη μέρα που αγόρασα μια βιλίτσα στην εξοχή, το ’χω κρυφό καμάρι». (Λαϊκό τραγούδι: του Κυριάκου το γαϊδούρι το ’χανε όλοι για γούρι, σαν γυρνούσε στο παζάρι το ’χανε κρυφό καμάρι).