καλοβλέπω,
αόρ. καλόειδα
κ. καλοείδα κ. καλόδα, ρ. [<καλο- + βλέπω]. 1.
βλέπω κάποιον σε καλή ψυχολογική ή σωματική κατάσταση και, κατ’ επέκταση, βλέπω
με ευχαρίστηση κάποιον: «έμαθα πως ήσουν άρρωστος, αλλά εγώ σε καλοβλέπω». 2.
δείχνω ενδιαφέρον για κάποιον: «απ’ ό,τι έμαθα σου έφυγε ο λογιστής σου και
καλοβλέπεις το δικό μου». 3. (και για τα δυο φύλα) βλέπω με ερωτικό
ενδιαφέρον, γλυκοκοιτάζω, καλοκοιτάζω κάποιο άτομο του άλλου φύλου: «μου έχουν
πει πως καλοβλέπεις την κόρη του τάδε». 4. βλέπω κάτι με τη διάθεση να
το αποκτήσω: «απ’ ό,τι κατάλαβα πολύ το καλοβλέπεις αυτό τ’ αυτοκίνητο»·
- δε
με καλοβλέπω, έχω την εντύπωση ή τη σιγουριά πως θα υποστώ τις συνέπειες
για κάτι κακό που έχω κάνει: «αν μάθει ο διευθυντής πως έκανα πάλι κοπάνα, δε
με καλοβλέπω»·
- δε
σε καλοβλέπω, α. έχω την εντύπωση ή τη σιγουριά πως θα υποστείς τις
συνέπειες για κάτι κακό που έχεις κάνει: «αν μάθει ο μάθει ο πατέρας σου πως
γυρνούσες μεθυσμένος στους δρόμους, δε σε καλοβλέπω». β. έχω την
εντύπωση πως δεν είσαι σε καλή κατάσταση από άποψη υγείας: «να πας να σε δει ο
γιατρός σου, γιατί δε σε καλοβλέπω»·
- δεν
την καλοβλέπω τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- δεν
το καλοβλέπω το πράγμα, βλ. λ. πρά(γ)μα.