καϊμακάμης, ο, ουσ. [<τουρκ. kaymakam], έπαρχος, τοποτηρητής στην πολιτική και στρατιωτική ιεραρχία της Οθωμανικής Τουρκίας·
- δε θέλω καϊμακάμη ή δε θέλουμε καϊμακάμη, βλ. φρ. καϊμακάμη σε βάλαμε(;)·
- δε σε βάλαμε καϊμακάμη ή δε σε βάλανε καϊμακάμη, βλ. φρ. καϊμακάμη σε βάλαμε(;)
- καϊμακάμη σε βάλαμε; ή καϊμακάμη σε βάλανε; βλ. συνηθέστ. δικηγόρο σε βάλαμε; λ. δικηγόρος.