καθένας, καθείς, -μία κ. -μιά, -ένα, αόρ. αντων. [από τη φρ. καθ’ εἷς <καθ’ ἕνα <κατά ἕνα], καθένας. 1. όλοι γενικά: «ο καθένας έχει το δικαίωμα για ίση μεταχείριση από το νόμο». (Τραγούδι: καθένας το ξέρει σε κείνα τα μέρη, πως τρεις καμπαλέρος ζωή ζουν χρυσή). 2. ο ένας χωριστά από τον άλλον ως ανεξάρτητο άτομο: «ο καθένας έχει την αξία του || ο καθένας έχει τη χάρη του». (Λαϊκό τραγούδι: καπεταναίοι και τόσοι άλλοι, λοστρόμοι, ναύτες, μηχανικοί, καθένας έχει και τον καημό του, έτσι είμαστε όλοι εμείς οι ναυτικοί). 3. που είναι κοινός, τυχαίος, συνηθισμένος, ο οποιοσδήποτε: «δεν ήξερε πως ήμουν ο πρόεδρος της εταιρείας και μου συμπεριφέρθηκε σαν να ήμουν ο καθένας!». (Ακολουθούν 23 φρ.)·
- άφραγο αμπέλι ο καθένας το τρυγά, βλ. λ. αμπέλι·
- δώδεκα Απόστολοι καθένας με τον πόνο του ή δώδεκα μαθητές καθένας με τον πόνο του, βλ. λ. πόνος·
- έχει έναν γλυκό λόγο για τον καθένα, βλ. λ. λόγος·
- έχει έναν καλό λόγο για τον καθένα, βλ. λ. λόγος·
- καθένας ακούει τη δική του μουσική, βλ. λ. μουσική·
- καθένας από κάπου μπάζει, ο κάθε άνθρωπος έχει το προσωπικό του πρόβλημα, έχει το τρωτό του σημείο: «δεν είσαι ο μοναδικός που βασανίζεται σ’ αυτή τη ζωή, γιατί πρέπει να ξέρεις πως ο καθένας από κάπου μπάζει». Από την εικόνα του παράθυρου που είναι ελαττωματικό και αφήνει να μπαίνει στο δωμάτιο αέρας·
- καθένας εις το είδος του έχει και την αξιάδα, βλ. λ. είδος·
- καθένας με την καύλα του, βλ. λ. καύλα·
- καθένας με την τρέλα του (κι αυτός με την ομπρέλα του), βλ. λ. τρέλα·
- καθένας με το γούστο του, βλ. λ. γούστο·
- καθένας με το κέφι του, βλ. λ. κέφι·
- καθένας με το πρόβλημά του, βλ. λ. πρόβλημα·
- καθένας με τον καημό του, βλ. λ. καημός·
- καθένας με τον πόνο του, βλ. λ. πόνος·
- ο καθένας για την πάρτη του, βλ. λ. πάρτη·
- ο καθένας για τον εαυτό του, βλ. λ. εαυτός·
- ο καθένας κουβαλάει το σταυρό του, βλ. λ. σταυρός·
- ο καθένας σηκώνει το σταυρό του, βλ. λ. σταυρός·
- ο καθένας στη δουλειά του και ο βλάχος στα τυριά του, βλ. λ. δουλειά·
- ο καθένας την πορδή του μοσχολίβανο την έχει, βλ. λ. πορδή·
- ο καθένας το χαβά του, βλ. λ. χαβάς·
- ο καθένας χωριστά, ένας ένας ή ο ένας μετά από τον άλλο: «θα μπαίνετε μέσα ο καθένας χωριστά»·
- ο καθένας χωριστά και όλοι μαζί, η ατομική προσπάθεια κάθε ανθρώπου πρέπει να συμπλέει με εκείνη του συνόλου, ιδίως για την επίτευξη κάποιου κοινού σκοπού: «ο καθένας χωριστά και όλοι μαζί πρέπει να παλέψουμε για τη διατήρηση της δημοκρατίας στον τόπο μας».