καθαρός, -η, -ο, επίθ. [<αρχ. καθαρός (= καθαρισμένος)], καθαρός. 1. που δεν έχει νοθευτεί, που είναι αμιγής, που του έχουν αφαιρεθεί οι ξένες ουσίες ή τα άχρηστα μέρη: «το δαχτυλίδι είναι από καθαρό χρυσό || καθαρό λάδι». 2. που είναι σαφής, ξεκάθαρος, που έχει διευκρινιστεί ή που δεν έχει ανάγκη να διευκρινιστεί, ο κατηγορηματικός: «μ’ αρέσουν πάντα οι καθαρές συζητήσεις». 3. που είναι γνήσιος, τίμιος, ντόμπρος, που είναι ηθικά άψογος, ο αγνός, ο έντιμος: «να του έχεις εμπιστοσύνη, γιατί είναι καθαρός άνθρωπος || πρόσεχε μ’ αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί δε μου φαίνεται καθαρός άνθρωπος». 4. που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση: «η ανατροπή του παίχτη μέσα στη μικρή περιοχή, ήταν καθαρό πέναλτι». 5α. το αρσ. ως ουσ. ο καθαρός, (στη γλώσσα των ναρκωτικών) αυτός που έχει αποτοξινωθεί: «έκανε ένα χρόνο στην Ιθάκη και τώρα είναι καθαρός». β. (στη γλώσσα της αργκό) αυτός που δεν έχει καθόλου χρήματα, ο απένταρος, ο άφραγκος, ιδίως αυτός που έχασε όλα τα λεφτά του σε κάποιο τυχερό παιχνίδι: «παίζαμε όλο το βράδυ πόκα και το πρωί ήμουν καθαρός». Συνών. στεγνός (3α). γ. αυτός που δεν κουβαλάει μαζί του όπλο, που είναι άοπλος: «άφησέ τον να περάσει, γιατί τον έψαξα και είναι καθαρός». δ. που δεν είναι σεσημασμένος, που δεν έχει φάκελο στην Ασφάλεια: «λέω να ’χουμε για μόστρα τον τάδε, γιατί είναι καθαρός». ε. που για αρκετό χρονικό διάστημα δεν έχει πιει κρασί ή άλλο οινοπνευματώδες ποτό: «κάνω μια θεραπεία για το στομάχι μου κι είμαι καθαρός αρκετό καιρό || έκανε αποτοξίνωση κι εδώ κι ένα χρόνο είναι καθαρός». Συνών. στεγνός (3β). 6α. το θηλ. ως ουσ. η καθαρή, α. γυναίκα που δεν έχει τα έμμηνά της, την περίοδό της, τα ρούχα της: «δεν κάναμε έρωτα το βράδυ, γιατί δεν ήταν καθαρή». β. γυναίκα που δεν έχει κάποιο αφροδίσιο νόσημα: «κόλλησε βλεννόρροια, γιατί μ’ αυτή που πήγε δεν ήταν καθαρή». γ. γυναίκα που ασχολείται πάρα πολύ με την καθαριότητα του σπιτιού της ή του σώματός της: «χαίρεσαι να πηγαίνεις στο σπίτι της, γιατί είναι πολύ καθαρή ||  χαίρεσαι να την κάνεις παρέα, γιατί είναι πολύ καθαρή και μοσχομυρίζει αρώματα». δ. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) η ανόθευτη ηρωίνη: «σε πεθαίνει που σε πεθαίνει κάθε μέρα, αν είναι και καθαρή, πας μια ώρα αρχύτερα». 7α. το ουδ. ως ουσ. το καθαρό, το καθαρογραμμένο αντίγραφο προχειρογραμμένου πρωτότυπου: «καθαρόγραψε το συμβόλαιο και φέρε μου το καθαρό για τις υπογραφές». β. το επίσημο τετράδιο εργασιών μαθητή: «έκανα πρώτα τις ασκήσεις στο πρόχειρο και τώρα θα τις περάσω στο καθαρό». Συνών. το καλό (10γ, δ). γ. σερβίτσιο (πιάτο, μαχαιροπίρουνο, ποτήρι) που δεν χρησιμοποιήθηκε: «φέρε ένα καθαρό κι ένα μπουκάλι ακόμα κρασί». δ. (για όπλα) αυτό που δεν έχει χρησιμοποιηθεί σε κάποια παράνομη ή εγκληματική ενέργεια: «ανάμεσα στα στοιχεία που διαθέτει η αστυνομία είναι κι ένα όπλο το οποίο όμως όπως ανακοινώθηκε από τον αρμόδιο αστυνομικό είναι καθαρό». 8. το ουδ. στον πλ. ως ουσ. τα καθαρά, το καθαρό κέρδος από δοσοληψία ή άλλη εμπορική πράξη: «δε θέλω να μου πεις τι τζίρο κάνεις το μήνα, αλλά τα καθαρά που μπαίνουν στην τσέπη σου». Υποκορ. καθαρούτσικος, -η κ. -ια, -ο. Επίρρ. καθαρά. (Ακολουθούν 50 φρ.)·
- βγαίνω καθαρός, αποδεικνύεται πως δεν είμαι ένοχος, αθωώνομαι: «στη δίκη που επακολούθησε, βγήκε καθαρός»·
- για να πω την καθαρή αλήθεια ή για να πούμε την καθαρή αλήθεια, βλ. λ.αλήθεια·
- γράφω στο καθαρό, βλ. συνηθέστ. περνώ στο καθαρό·
- δεν είναι καθαρός άνθρωπος, βλ. λ. άνθρωπος·
- δεν τη βγάζω καθαρή, α. δεν καταφέρνω να περνώ άνετα τη ζωή μου: «όλοι στην παρέα μου είναι μια χαρά και μόνο εγώ δεν τη βγάζω καθαρή». β. δεν πληρώνω τις οικονομικές μου υποχρεώσεις, δεν τα βγάζω πέρα: «με την τελευταία αναδουλειά που έχει πέσει στην αγορά, δεν τη βγάζω καθαρή και είμαι εκτεθειμένος». γ. δεν αποφεύγω τις συνέπειες μιας παράνομης υπόθεσης στην οποία είμαι αναμεμειγμένος, δε γλιτώνω: «αν καταθέσει και ο τάδε στη δίκη, δεν τη βγάζω καθαρή». δ. βρίσκομαι από άποψη υγείας σε τόσο άσχημη κατάσταση, που θεωρείται βέβαιο πως θα πεθάνω: «οι γιατροί είπαν πως ο παππούς, δεν τη βγάζει καθαρή»· βλ. και φρ. τη βγάζω καθαρή·
- δεν υπάρχει αλεύρι, όσο ψιλό κι αν είναι, που να μην έχει πίτουρα, δεν υπάρχει κρασί, όσο καθαρό κι αν είναι, που να μην έχει κατακάθι, βλ. λ. υπάρχω·
- είδα τον ήλιο καθαρό, βλ. λ. ήλιος·
- είναι καθαρός και ξάστερος, είναι ειλικρινής, σαφής, ντόμπρος: «να πιστεύεις πάντα αυτά που σου λέει, γιατί είναι καθαρός και ξάστερος αυτός ο άνθρωπος»·
- είναι καθαρός ο ορίζοντας, βλ. λ. ορίζοντας·
- επιχείρηση καθαρά χέρια, βλ. λ. επιχείρηση·
- έχει καθαρή καρδιά ή έχει καρδιά καθαρή, βλ. λ. καρδιά·
- έχει καθαρή σκέψη ή έχει σκέψη καθαρή, βλ. λ. σκέψη·
- έχει καθαρό μυαλό ή έχει μυαλό καθαρό, βλ. λ. μυαλό·
- έχω καθαρά χέρια ή έχω τα χέρια μου καθαρά, βλ. λ. χέρι·
- έχω καθαρό κούτελο ή έχω το κούτελό μου καθαρό, βλ. λ. κούτελο·
- έχω καθαρό μέτωπο ή έχω το μέτωπό μου καθαρό, βλ. λ. μέτωπο·
- έχω καθαρή τη συνείδηση μου ή έχω τη συνείδησή μου καθαρή, βλ. λ.συνείδηση·
- καθαρά γράμματα, βλ. λ. γράμμα·
- καθαρά λόγια, βλ. λ. λόγια·
- καθαρά πράγματα, βλ. λ. πράγμα·
- καθαρά χέρια, βλ. λ. χέρι·
- καθαρές κουβέντες, βλ. λ. κουβέντα·
- καθαρή βρομάδα, βλ. λ. βδομάδα·
- Καθαρή (Καθαρά) Δευτέρα, βλ. λ. Δευτέρα·
- καθαρή δουλειά ή καθαρές δουλειές, βλ. λ. δουλειά·
- καθαρή σκέψη, βλ. λ. σκέψη·
- καθαρό κέρδος, βλ. λ. κέρδος·
- καθαρό κούτελο, βλ. λ. κούτελο·
- καθαρό μέτωπο, βλ. λ. μέτωπο·
- καθαρό μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- καθαρό νερό, βλ. λ. νερό·
- καθαρός ουρανός, βλ. λ. ουρανός·
- καθαρός ουρανός αστραπές δε φοβάται, βλ. λ. ουρανός·
- λέω την καθαρή αλήθεια, βλ. λ. αλήθεια·
- μας έπαιξαν καθαρά, α. (ιδίως για παίχτες ποδοσφαιρικού παιχνιδιού) οι αντίπαλοι παίχτες μας αντιμετώπισαν με αθλητικό πνεύμα: «δεν έχουμε παράπονο που χάσαμε, γιατί μας έπαιξαν καθαρά». β. (ιδίως για διαιτητές μπάσκετ) ήταν αμερόληπτοι: «δε δημιουργήθηκε ούτ’ ένα παρατράγουδο, γιατί οι διαιτητές μας έπαιξαν καθαρά». Αντίθ. μας έπαιξαν βρόμικα·
- μας έπαιξε καθαρά, (ιδίως για διαιτητή ποδοσφαίρου) ήταν αμερόληπτος: «δεν έχουμε παράπονο απ’ το αποτέλεσμα, γιατί ο διαιτητής μας έπαιξε καθαρά». Αντίθ. μας έπαιξε βρόμικα·
- με καθαρή σκέψη ή με σκέψη καθαρή ή με καθαρή τη σκέψη ή με τη σκέψη καθαρή, βλ. λ. σκέψη·
- με καθαρή συνείδηση ή με συνείδηση καθαρή ή με καθαρή τη συνείδηση ή με τη συνείδηση καθαρή, βλ. λ. συνείδηση·
- με καθαρό κούτελο ή με κούτελο καθαρό ή με καθαρό το κούτελο ή με το κούτελο καθαρό, βλ. λ. κούτελο·
- με καθαρό μέτωπο ή με μέτωπο καθαρό ή με καθαρό το μέτωπο ή με το μέτωπο καθαρό, βλ. λ. μέτωπο·
- με καθαρό μυαλό ή με μυαλό καθαρό ή με καθαρό το μυαλό ή με το μυαλό καθαρό, βλ. λ. μυαλό·
- μιλώ καθαρά και ξάστερα, βλ. φρ. τα λέω καθαρά και ξάστερα·
- παίζω καθαρά, χωρίς να κάνω παγαποντιές, τίμια: «δεν τον παίζουν χαρτιά, γιατί δεν παίζει καθαρά»·
- περνώ στο καθαρό, α. καθαρογράφω προχειρογραμμένο πρωτότυπο: «μόλις το περάσεις στο καθαρό, φέρε το να το υπογράψω». β. (για μαθητές) καθαρογράφω μια εργασία μου στο επίσημο τετράδιο εργασιών: «μόλις περάσω στο καθαρό τις ασκήσεις που έλυσα, θα ’ρθω να σας βρω»·
- πες το καθαρά, μίλησε χωρίς περιστροφές, χωρίς υπεκφυγές, μίλησε με ειλικρίνεια: «λένε πως ήσουν κι εσύ στην κομπίνα. Πες το καθαρά, ήσουν ή δεν ήσουν». (Λαϊκό τραγούδι: έτσι και σε δει η νοικοκυρά μου και ρωτήσει το θες στην κάμαρά μου, πες της καθαρά πως είσαι η κυρά μου)· 
- στο λέω καθαρά, α. (απειλητικά) σου το διαβεβαιώνω, σε προειδοποιώ χωρίς περιστροφές, χωρίς υπεκφυγές: «αν δεν τακτοποιήσεις τις εκκρεμότητες που έχεις μαζί μου, θα ’χουμε κακά ξεμπερδέματα, στο λέω καθαρά». β. ομολογώ κάτι με ειλικρίνεια: «στο λέω καθαρά πως θέλω να χωρίσουμε». (Λαϊκό τραγούδι: μπορεί να στενοχωρηθώ που σ’ έχω συνηθίσει, μα σου το λέω καθαρά πως είναι όλα τυχερά μέσα σ’ αυτή τη ζήση)· βλ. και φρ. το λέω καθαρά· 
- στον καθαρό αέρα, βλ. λ. αέρας·
- τα λέω καθαρά και ξάστερα, μιλώ χωρίς περιστροφές, μιλώ χωρίς υπεκφυγές, μιλώ με ειλικρίνεια, τα λέω ντόμπρα, σταράτα: «δεν αφήνω σε κανέναν καμιά αμφιβολία, γιατί πάντα τα λέω καθαρά και ξάστερα»·
- τη βγάζω καθαρή, αποφεύγω τις δυσάρεστες συνέπειες κάποιας παρατυπίας ή παρανομίας μου ή περνώ ανώδυνα κάποιον κίνδυνο που διέτρεξα: «μίλησε το δικαστή ένας φίλος βουλευτής του πατέρα μου και την έβγαλα καθαρή στη δίκη || τη στιγμή που σηκώθηκαν να με δείρουν, ήρθε ένας φίλος μου παλαιστής κι έτσι την έβγαλα καθαρή, γιατί, μόλις τον είδαν, έκατσαν στ’ αβγά τους»· βλ. και φρ. τη βγάζω κοτσάνι, λ. κοτσάνι·
- το λέω καθαρά, λέω, διαβεβαιώνω σε κάποιον κάτι χωρίς περιστροφές, χωρίς υπεκφυγές: «το λέω καθαρά πως θα σε βοηθήσω, αν παραστεί ανάγκη»· βλ. και φρ. στο λέω καθαρά.