ακρίδα, η, ουσ. [<αρχ. ἀκρίς], η ακρίδα· άνθρωπος πολύ αδύνατος, καχεκτικός: «αυτός είναι ωραίο παλικάρι, αλλά ο φίλος του, που τον συνοδεύει, είναι σαν ακρίδα»·
- έπεσαν σαν τις ακρίδες, λέγεται συνήθως για πεινασμένη ομάδα ατόμων, που όρμησε με διάθεση να καταφάει όλα τα φαγητά που υπάρχουν στο τραπέζι: «μόλις είδαν στρωμένο τραπέζι, άφησαν καταμέρος τις ευγένειες κι έπεσαν σαν τις ακρίδες». Από το φαινόμενο των ακριδών που κατά σμήνη αφανίζουν τις σοδειές από τους κάμπους·
- έπεσε ακρίδα, λέγεται ειρωνικά ή με δυσφορία, όταν ενεργεί συστηματικά κάποιος τρακαδόρος, ιδίως τη στιγμή που ανοίγουμε το πακέτο μας για να πάρουμε τσιγάρο: «δεν ξανανοίγω το πακέτο μου για να πάρω τσιγάρο, γιατί έπεσε ακρίδα»· βλ. και φρ. έπεσαν σαν τις ακρίδες·
- η αλεπού με ακρίδες δε χορταίνει ή η αλεπού δε χορταίνει με ακρίδες, βλ. λ. αλεπού·
- πλάκωσαν σαν τις ακρίδες, υπήρξε αθρόα προσέλευση κόσμου: «μόλις έμαθαν πως θα έμπαιναν μέσα χωρίς εισιτήριο, πλάκωσαν όλοι σαν τις ακρίδες»·
- πλάκωσε ακρίδα, βλ. φρ. έπεσε ακρίδα.