ακριβός, -ή, -ό, επίθ. [<αρχ. ἀκριβής], ακριβός. 1. (για πρόσωπα ή πράγματα) που μας είναι ιδιαίτερα αγαπητός: «στη γιορτή του μαζεύτηκαν όλοι οι ακριβοί του συγγενείς || έχω πολλούς πίνακες ζωγραφικής, αλλά αυτός εδώ είναι ο πίνακας ο ακριβός μου». (Λαϊκό τραγούδι: πιστέ μου σύντροφε, μπουζούκι ακριβό μου, κλάψε κι εσύ στον πόνο τον δικό μου). 2. το αρσ. ως ουσ. ο ακριβός, (συνοδεύεται από τις κτητ. αντων. μου, σου, του, της, μας, σας, τους, των), αυτός που αγαπάμε πάρα πολύ, ο σύζυγος, ο εραστής, ο ερωμένος, ο γκόμενος: «την είδα που έκανε βόλτα με τον ακριβό της». 3. το θηλ. ως ουσ. η ακριβή, (συνοδεύεται από τις κτητ. αντων. μου, σου, του, της, μας, σας, τους, των), αυτή που αγαπάμε πάρα πολύ, η σύζυγος, η ερωμένη, η γκόμενα: «πήρε την ακριβή του και πήγε στον κινηματογράφο». Υποκορ. ακριβούτσικος. Επίρρ. ακριβά. (Ακολουθούν 16 φρ.)·
- είναι ακριβός στα λόγια του, βλ. λ. λόγος·
- είναι ακριβός στα πίτουρα και φτηνός στ’ αλεύρι, βλ. λ. πίτουρο·
- είναι ακριβός στα πίτουρα και φτηνός στα λάχανα, βλ. λ. πίτουρο·
- έχει ακριβά γούστα, βλ. λ. γούστο·
- έχει ακριβά τα λόγια του, βλ. λ. λόγος·
- θα πουλήσω ακριβά το πετσί μου, βλ. λ. πετσί· 
- θα πουλήσω ακριβά το τομάρι μου, βλ. λ. τομάρι·
- θα την(το) πληρώσεις ακριβά, θα πάθεις μεγάλη ζημιά ή θα τιμωρηθείς πολύ αυστηρά, αν ενεργήσεις με τον τρόπο με τον οποίο σκοπεύεις να ενεργήσεις: «αν ξαναπειράξεις την κόρη μου, θα την πληρώσεις ακριβά || αν σε ξαναπιάσω να βάζεις χέρι στο ταμείο, θα το πληρώσεις ακριβά»·
- μας έγινε πολύ ακριβός, βλ. φρ. μας έγινε ακριβοθώρητος, λ. ακριβοθώρητος·
- μου στοίχισε ακριβά (κάτι), μου προκάλεσε μεγάλη οικονομική ζημιά κάτι, είχε μεγάλο ψυχικό αντίκτυπο: «μια λανθασμένη πρόβλεψη μου στοίχισε ακριβά στη δουλειά μου, γιατί έχασα ένα σωρό λεφτά || μου στοίχισε ακριβά ο χωρισμός με τη γυναίκα μου»·
- πούλησε ακριβά το πετσί του, βλ. λ. πετσί·
- πούλησε ακριβά το τομάρι του, βλ. λ. τομάρι·
- τα ακριβά αρώματα, τα βάζουν σε μικρά μπουκάλια, βλ. λ. μπουκάλι·
- την(το) πλήρωσα ακριβά, έπαθα μεγάλη ζημιά ή τιμωρήθηκα πολύ αυστηρά για κάποια ενέργειά μου: «πήγα να του κάνω τον έξυπνο και την πλήρωσα ακριβά, γιατί αποδείχτηκε αετός ο άτιμος!». (Λαϊκό τραγούδι: τώρα πληρώνω ακριβά την άμυαλη ζωή μου· με τα κουρέλια να γυρνώ κι αν τύχει άνθρωπο να βρω κρύβομ’ απ’ τη ντροπή μου
- το ακριβό είναι και φτηνό, τα ακριβά πράγματα, επειδή είναι καλής ποιότητας, διαρκούν πολύ περισσότερο κι έτσι δεν είναι κανείς αναγκασμένος να τα αγοράζει κάθε τόσο: «μην τσιγκουνεύεσαι όταν είναι ν’ αγοράσεις ακριβό πράγμα, γιατί το ακριβό είναι και φτηνό, πάρ’ το χαμπάρι!»·
- το χρήμα είναι ακριβό, βλ. λ. χρήμα.