θυμιατήρι, το, ουσ. [<αρχ. θυμιατήριον], το θυμιατήρι· η κολακεία: «είναι πρώτος στο θυμιατήρι»· βλ. και λ. λιβανιστήρι·
- αρπάζω το θυμιατήρι ή  παίρνω το θυμιατήρι ή πιάνω το θυμιατήρι, αρχίζω να κολακεύω, κολακεύω κάποιον: «μόλις θέλει να του κάνω κάποια εξυπηρέτηση, πιάνει το θυμιατήρι». Αναφορά στο εκκλησιαστικό θυμιατήρι όπου καίγεται λιβάνι.