ησυχία, η, ουσ. [<αρχ. ἡσυχία] η ησυχία·
- άσε με στην ησυχία μου! μη με πειράζεις, μη με ενοχλείς: «άσε με στην ησυχία μου, γιατί έχω πολλά προβλήματα στο κεφάλι μου»·
- δεν κάθεται στιγμή σε ησυχία, βρίσκεται διαρκώς σε κίνηση κάνοντας κάτι ή θορυβώντας: «όταν έρχεται σπίτι δεν κάθεται στιγμή σε ησυχία, γιατί όλο και κάτι θα βρει να μαστορέψει || μ’ έχει ξεκουφάνει το παλιόπαιδο, γιατί δεν κάθεται στιγμή σε ησυχία»·
- διατάραξη (της) κοινής ησυχίας, η πρόκληση θορύβου κατά τις ώρες κοινής ησυχίας ή η πρόκληση επεισοδίου κατά τη διάρκεια που διασκεδάζουν κάποιοι: «η διατάραξη της κοινής ησυχίας διώκεται από το νόμο». Πρβλ.: μας πήγανε πλημμέλημα επί διαταράξει, και όμως τα μητρώα μας τα βρήκανε εντάξει (Λαϊκό τραγούδι)·
- ησυχία στο ακροατήριο! βλ. λ. ακροατήριο·
- ησυχία στο εκκλησίασμα! βλ. λ. εκκλησίασμα·
- ησυχία, τάξη και ασφάλεια, όλα πάνε καλά, όλα είναι ήρεμα, αλλά λέγεται και με ειρωνική διάθεση στην ερώτηση κάποιου, πώς πας ή πώς τα πας ή πώς πάνε τα πράγματα και υποδηλώνει τέλεια απραξία. (Τραγούδι: καλά όλα κι άγια, ησυχία, τάξη και ασφάλεια).Στην περίοδο της δικτατορίας (1967-1974) δινόταν με πιο ειρωνική έμφαση ως ησυχία, τανκς και ασφάλεια·
- καλή ησυχία! ευχή που δίνουμε σε κάποιον, όταν αποσύρεται για να ξεκουραστεί ή να κοιμηθεί·
- με όλη μου την ησυχία ή με όλη την ησυχία μου, χωρίς να βιάζομαι διόλου, χωρίς ένταση ή άγχος: «όταν είναι να παραδώσω καλή δουλειά, θέλω να δουλεύω με όλη μου την ησυχία». Συνών. με όλη μου την άνεση ή με όλη την άνεσή μου / με το πάσο μου / με το ραχάτι μου / με το τέμπο μου / με το χαβά μου·
- ώρες κοινής ησυχίας, το χρονικό διάστημα μεταξύ 14.30-17.30 και 23.30-07.00 το καλοκαίρι και από 15.00-17.00 και 22.30-06.30 το χειμώνα, κατά το οποίο απαγορεύεται η πρόκληση θορύβου για την ανάπαυση των πολιτών: «οι πολίτες πρέπει να σέβονται τις ώρες κοινής ησυχίας, γιατί τις έχουν ανάγκη οι άνθρωποι για την ξεκούρασή τους».