ζυγός,
ο, ουσ.
[<αρχ. ζυγός], ο ζυγός. 1. η σκλαβιά, η δουλεία: «ο τράχηλος του
Έλληνα, ζυγό δεν υπομένει». 2. ο γάμος: «όταν μπεις κι εσύ στο ζυγό θα
καταλάβεις τη γλύκα». Από την εικόνα του ζώου που υποχρεώνεται με το ζυγό να
σηκώσει το αλέτρι ή να σύρει την άμαξα πράγματα που συνδυάζονται με τις βαριές
υποχρεώσεις του γάμου·
- εφ’
ενός ζυγού, ο ένας πίσω από τον άλλον: «οι άντρες προχωρούσαν εφ’ ενός
ζυγού». Από τη γλώσσα του στρατού κυρίως και του αθλητισμού·
- μπαίνω
στο ζυγό, παντρεύομαι: «ο μόνος που δεν μπήκε ακόμα στο ζυγό απ’ την παρέα
μας είναι ο τάδε». Από την εικόνα του βοδιού ή του αλόγου που μπαίνει στο ζυγό
του αλετριού ή της άμαξας και χάνει την ελευθερία του, όπως συμβαίνει και με
αυτόν που παντρεύεται·
- τους
ζυγούς λύσατε! διαλυθείτε: «αφού καταλάβατε τι σας είπα, τους ζυγούς
λύσατε!». Από τη γλώσσα του στρατού κυρίως και του αθλητισμού.