ζεστός, -ή, -ό, επίθ. [<μτγν. ζεστός <ζέω], ζεστός. 1. που είναι πρόθυμος, έτοιμος να συγκατατεθεί σε κάτι, να συμμετάσχει ενεργά κάπου: «δεν του πρότεινα να πάρει μέρος στη δουλειά, γιατί από την κουβέντα που κάναμε δεν τον είδα ζεστό». 2. που είναι εγκάρδιος, διαχυτικός: «σε σκλαβώνει με το πρώτο, γιατί είναι ζεστός άνθρωπος». 3.  που έχει πυρετό: «το παιδί είναι ζεστό». 4. το ουδ. ως ουσ. το ζεστό, (στη γλώσσα της αργκό) το πέος: «μόλις έσβησαν τα φώτα, άρχισε να χαϊδεύει το ζεστό του». Από το ότι το πέος, λόγω της θέσης του, διατηρεί πάντοτε μια θερμοκρασία. 5α. το ουδ. στον εν. και πλ. ως ουσ. το ζεστό, τα ζεστά, το χρήμα που παίρνει κανείς στο χέρι του, το μετρητό, τα μετρητά: «ό,τι δουλειά και να κάνω, θέλω να τα παίρνω στο χέρι μου, γιατί τα ζεστά έχουν άλλη γλύκα». Συνών. λαχταριστός (2) / σπαρταριστός (4). β. το ζεστό, τα ζεστά ποτά ή ροφήματα, τα αφεψήματα, οι σούπες: «εδώ και μια βδομάδα με τριγυρνάει μια γρίπη και το ’χω ρίξει στα ζεστά». 6. σε θέση επιρρ. χωρίς άρθρο, ζεστό, ζεστά, τοις μετρητοίς: «αν δεν πέσουν πρώτα ζεστά, δεν αρχίζω καμιά δουλειά». Συνών. λαχταριστός (3) / σπαρταριστός (5). Επίρρ. ζεστά. Υποκορ. ζεστούτσικος, -η κ. -ια, -ο. (Ακολουθούν 15 φρ.)·
- βγάζει ζεστά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- βγάζει ζεστό χρήμα, βλ. λ. χρήμα·
- εδώ το ζεστό σαλέπι! ή σαλέπι ζεστό! βλ. λ. σαλέπι·
- είμαι ζεστός, α. είμαι πρόθυμος, είμαι έτοιμος να συγκατατεθώ σε κάτι ή να συμμετάσχω ενεργά κάπου: «έλα να τελειώσουμε την υπόθεση τώρα που είναι ζεστός». β. έχω πυρετό: «δε θα ’ρθω μαζί σας, γιατί έχω την εντύπωση πως είμαι ζεστός»·
- έπεσε ζεστό το παραδάκι, βλ. λ. παραδάκι·
- έπεσε ζεστό το χρήμα, βλ. λ. χρήμα·
- ζεστά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- ζεστό χρήμα, βλ. λ. χρήμα·
- η πίτα τρώγεται ζεστή, βλ. λ. πίτα·
- κρύα χέρια ερωτευμένα και ζεστά βασανισμένα, βλ. λ. χέρι·
- κρύα χέρια, ζεστή καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- τα παίρνω ζεστά (ενν. τα λεφτά), πληρώνομαι τοις μετρητοίς: «ό,τι πουλώ τα παίρνω ζεστά κι έχω το κεφάλι μου ήσυχο»·
- το παίρνω ζεστά ή το παίρνω στα ζεστά, ενδιαφέρομαι σοβαρά, ενδιαφέρομαι με πάθος για κάποιον ή για κάτι: «το ’χει πάρει ζεστά να βοηθήσει αυτόν τον άνθρωπο || το ’χει πάρει πολύ στα ζεστά να μας τελειώσει τη δουλειά»·
- τον έχω ζεστό, τον έχω έτοιμο, τον κατάφερα και είναι πρόθυμος να συγκατατεθεί σε κάτι ή να βοηθήσει ουσιαστικά κάπου: «ελάτε να τελειώσετε τώρα τη δουλειά, που τον έχω ζεστό»·
- χαρά στον άντρα το ζεστό και τη γυναίκα κρύα, βλ. λ. χαρά.