έχω, ρ. [<αρχ. ἔχω], έχω. 1. διατηρώ κάτι στην κατοχή μου, το κρατώ, μου ανήκει: «το έχω απ’ τη γιαγιά μου». 2. διαθέτω: «δεν έχω τίποτα να σου δώσω || η αγορά σήμερα δεν είχε φρέσκο πράμα». 3. κοστίζω: «πόσο έχουν τα λεμόνια;». 4. νομίζω, θεωρώ, λογαριάζω, εκτιμώ: «δεν τον είχα για τέτοιο ρεμάλι». 5. υποφέρω, πάσχω: «έχει την καρδιά του γι’ αυτό μην τον στενοχωρείς». 6. περιέχω: «μπορείς να το φας κι εσύ γιατί δεν έχει αλάτι». Για φρ. που περιέχουν το έχω βλ. και λ. δεν. (Ακολουθούν 1661 φρ.)·
- αγάλια αγάλια το φιλί, για να ’χει νοστιμάδα, βλ. λ. φιλί·
- αγκάθια έχει η καρέκλα σου; βλ. λ. αγκάθι·
- αγκάθια έχει η καρέκλα του, βλ. λ. αγκάθι·
- αγκάθια έχει ο κώλος σου; βλ. λ. κώλος·
- αγκάθια έχει ο κώλος του, βλ. λ. κώλος·
- αγκάθια έχεις; βλ. λ. αγκάθι·
- άκου πώς έχει το πράγμα ή άκου πώς έχουν τα πράγματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- αλάργα αλάργα το φιλί, για να ’χει νοστιμάδα, βλ. λ. φιλί·
- αλί που το ’χει η κούτρα του να κατεβάζει ψείρες ή άμα το ’χει η κούτρα του να κατεβάζει ψείρες ή είναι να μην το ’χει η κούτρα του να κατεβάζει ψείρες, βλ. λ. κούτρα·
- άλλη δουλειά δεν είχα! ή άλλη δουλειά δεν έχω! ή άλλη δουλειά δεν είχαμε! βλ. λ. δουλειά·
- άλλη έγνοια δεν είχα! ή άλλη έγνοια δεν έχω! ή άλλη έγνοια δεν είχαμε! βλ. λ. έγνοια·
- άλλη όρεξη δεν είχα! ή άλλη όρεξη δεν έχω! ή άλλη όρεξη δεν είχαμε! βλ. λ. όρεξη·
- άλλη σκασίλα δεν είχα! ή άλλη σκασίλα δεν έχω! ή άλλη σκασίλα δεν είχαμε! βλ. λ. σκασίλα·
- άλλη φαγούρα δεν είχα! ή άλλη φαγούρα δεν έχω! ή άλλη φαγούρα δεν έχουμε! ή άλλη φαγούρα δεν έχουμε! βλ. λ. φαγούρα·
- άλλο ντέρτι δεν είχα! ή άλλο ντέρτι δεν έχω! ή άλλο ντέρτι δεν είχαμε! ή άλλο ντέρτι δεν έχουμε! βλ. λ. ντέρτι·
- άλλο σεβντά δεν είχα! ή άλλο σεβντά δεν έχω! ή άλλο σεβντά δεν είχαμε! βλ. λ. σεβντάς·
- άλλοι τα γένια επιθυμούν κι άλλοι που τα ’χουνε τα φτουν, βλ. λ. γένια·
- άλλον γκαϊλέ δεν είχα! ή άλλον γκαϊλέ δεν έχω! ή άλλον γκαϊλέ δεν είχαμε! ή άλλον γκαϊλέ δεν έχουμε! βλ. λ. γκαϊλές·
- άλλον καημό δεν είχα! ή άλλον καημό δεν έχω! ή άλλον καημό δεν είχαμε! ή άλλον καημό δεν έχουμε! βλ. λ. καημός·
- άλλον νταλκά δεν είχα! ή άλλον νταλκά δεν έχω! ή άλλον νταλκά δεν είχαμε! ή άλλον νταλκά δεν έχουμε! βλ. λ. νταλκάς·
- άλλος έχει τ’ όνομα κι άλλος έχει τη χάρη, βλ. λ. όνομα·
- άλλος το ’χει και το κατουράει κι άλλος δεν το ’χει και το λαχταράει, βλ. λ. άλλος·
- αλλού με τρίβεις, δέσποτα, κι αλλού ’χω γω τον πόνο, βλ. λ. πόνος·
- άμα έχεις το μπαμπάκι, όπου θες κάνεις κονάκι, βλ. λ. μπαμπάκι·
- αν δεν έχεις να ξυστείς, μην περιμένεις τα ξένα, βλ. λ. νύχι·
- αν δεν έχεις φίλο, είσαι μ’ ένα χέρι, βλ. λ. φίλος·
- αν είχα τόσα λεφτά, θα παντρευόμουν, βλ. λ. λεφτά·
- αν είχε η γιαγιά μου αρχίδια, θα τη λέγαμε παππούλη, βλ. λ. γιαγιά·
- αν είχε η γιαγιά μου καρούλια, θα ’ταν αυτοκίνητο, βλ. λ. γιαγιά·
- αν είχε η γιαγιά μου τροχούλια, θα ’ταν πατίνι, βλ. λ. γιαγιά·
- αν είχε η τσουτσού μου νύχι, θα ’ταν δάχτυλο, βλ. λ. τσουτσού·
- αν είχε στόμα, θα μιλούσε, βλ. λ. στόμα·
- αν έχεις αρχίδια, έλα να λογαριαστούμε ή αν έχεις αρχίδια, έλα να μετρηθούμε, βλ. λ. αρχίδι·
- αν έχεις κώλο, έλα, βλ. λ. κώλος·
- αν έχεις νύχια, έλα να μας τα ξύσεις ή αν έχεις νύχια, έλα να μου τα ξύσεις (ενν. τα αρχίδια), βλ. λ. ξύνω·
- αν έχεις νύχια, θα ξυστείς και αν δεν έχεις, θα σε φάνε οι ψείρες, βλ. λ. νύχι·
- αν έχεις παντελόνια, έλα, βλ. λ. παντελόνι·
- αν έχεις (τα) κότσια, έλα, βλ. λ. κότσι·
- αν έχετε την καλοσύνη, βλ. λ. καλοσύνη·
- αν ήταν το μουνί βιολί, θα το είχανε πολλοί, βλ. λ. μουνί·
- αν θέλ’ η νύφη κι ο γαμπρός, τύφλα να ’χει ο πεθερός, βλ. λ. πεθερός·
- αν κάνει ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σ’ αυτόν το γεωργό που ’χει πολλά σπαρμένα, βλ. λ. νερό·
- αν μιλάς με στο Θεό, προσεύχεσαι, αν σου μιλάει ο Θεός, έχεις σχιζοφρένεια, βλ. λ. Θεός·
- ανάρια ανάρια το φιλί, για να ’χει νοστιμάδα, βλ. λ. φιλί·
- απ’ όλα έχει ο μπαξές, βλ. λ. μπαξές·
- απ’ όλα έχει το πανέρι, βλ. λ. πανέρι·
- από δω τον είχα, από κει τον είχα, βλ. λ. εδώ·
- ασημένιο είναι το κλουβί, μα έχει μέσα κουκουβάγια, βλ. λ. κουκουβάγια·
- αυτά έχει η ζωή, βλ. λ. ζωή·
- αυτά τα χείλη έχουμε, τέτοια φιλιά δίνουμε, βλ. λ. χείλι·
- βελόνες έχει η καρέκλα σου; βλ. λ. βελόνα·
- βελόνες έχει η καρέκλα του, βλ. λ. βελόνα·
- βελόνες έχει ο κώλος σου; βλ. λ. βελόνα·
- βελόνες έχει ο κώλος του, βλ. λ. βελόνα·
- βρακί δεν έχει ο κώλος μας, λουλούδια θέλει η σκούφια μας, βλ. λ. βρακί·
- βρακί δεν έχει ο κώλος μας, λουλούδια θέλει ο πούτσος μας, βλ. λ. βρακί·
- για να ’χουμε καλό ρώτημα, βλ. λ. ρώτημα·
- για την ορφανή, την ξένη, έχει ο Θεός ψωλή κρυμμένη, βλ. λ. Θεός·
- για της ορφανής τον κώλο, έχει ο Θεός μεγάλο ψώλο, βλ. λ. Θεός·
- … γιατί θα ’χουμε άλλα, βλ. λ. άλλος·
- γλώσσα έχει και μιλιά δεν έχει, βλ. λ. γλώσσα·
- γλώσσα που την έχει! βλ. λ. γλώσσα·
- γυναίκα οπού περπατεί και τον κώλο της κουνεί, έχε την χωρίς τιμή, βλ. λ. γυναίκα·
- δε σ’ έχω άξιο να…, βλ. λ. άξιος·
- δε σ’ έχω για…, θεωρώ πως δεν είσαι αυτό που προβάλλεις προς τα έξω: «εμένα μη μου κάνεις τον άγριο, γιατί δε σ’ έχω για παλικάρι || μπορεί να έχεις πέντε φράγκα μέσ’ στην τσέπη σου, αλλά δε σ’ έχω για λεφτά»·
- δε σ’ έχω ικανό να…, βλ. λ. ικανός·
- δεν έχει, α. δηλώνει κατηγορηματική άρνηση, αποκλείεται, ξέγραψέ το: «θα μου δώσεις τα λεφτά που σου ζήτησα; -Δεν έχει». Πολλές φορές, προτάσσεται το σου είπα. β. δηλώνει απαγόρευση: «αν δε φας όλο το φαγητό σου, δεν έχει παιχνίδι». γ. δηλώνει αδυναμία να πραγματοποιήσουμε κάτι: «φέτος δεν έχει διακοπές, γιατί δεν υπάρχει μία»·
- δεν έχει γιατί, α. δίνεται ως απάντηση στην ερώτηση κάποιου με το γιατί, όταν θεωρούμε πως κάτι είναι αυτονόητο, δεδομένο. β. δίνεται ως απάντηση στην απορία κάποιου που εκφράζεται με το γιατί, όταν δεν έχουμε τη διάθεση να του δώσουμε καμιά ερμηνεία, καμιά πληροφορία·
- δεν έχει να κάνει, α. δεν ενδιαφέρει: «απ’ τη στιγμή που έκανες το κακό, δεν έχει να κάνει η συγνώμη σου». β. δεν πειράζει: «δεν έχει να κάνει που δεν ήρθες, γιατί δε σε χρειάστηκα»·
- δεν έχει να κάνει με…, δεν έχει καμιά σχέση, είναι εντελώς διαφορετικό: «αυτό που σου λέω δεν έχει να κάνει μ’ αυτό που μου λες»·
- δεν έχει να κάνει τίποτα, βλ. λ. τίποτα·
- δεν έχει ξεκολλημό ή ξεκολλημό δεν έχει, βλ. λ. ξεκολλημός·
- δεν έχει πώς, βλ. φρ. δεν έχει γιατί·
- δεν έχει τι, βλ. φρ. δεν έχει γιατί·
- δεν έχω τι να κάνω, βλ. λ. κάνω·
- δεν ξέρει τι έχει, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος είναι πάμπλουτο: «όσα και να ξοδέψει δεν έχουν τελειωμό, γιατί δεν ξέρει τι έχει». (Λαϊκό τραγούδι: αρχοντόπουλο με πλούτη και παλάτια, που δεν ήξερε τι είχε μια φορά, την καρδιά του είδα να γίνεται κομμάτια και στης μοίρας του τραβά τη συμφορά). Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το κι ο ίδιος·
- δεν τα ’χω για πέταμα, βλ. λ. πέταμα·
- δεν υπάρχει αλεύρι, όσο ψιλό κι αν είναι, που να μην έχει πίτουρα, δεν υπάρχει κρασί, όσο καθαρό κι αν είναι, που να μην έχει κατακάθι, βλ. λ. υπάρχω·
- δεν υπάρχει δέντρο, όσο καλό κι αν είναι, που να μην έχει ρόζους, βλ. λ. δέντρο·
- δόξα να ’χει ο γιαραμπή ή δόξα να ’χει ο γιαραμπής, βλ. λ. γιαραμπής·
- δόξα να ’χει ο Θεός, βλ. λ. Θεός·
- δουλειά δεν είχαμε και δουλειά βρήκαμε, βλ. λ. δουλειά·
- δουλειά δεν είχε ο διάβολος, γαμούσε τα παιδιά του, βλ. λ. δουλειά·
- δουλειά δεν είχε ο διάβολος, δουλειά βρήκε να κάνει, βλ. λ. δουλειά·
- δουλειά δεν είχε ο διάβολος και ζύγιζε τ’ αρχίδια του ή ο διάβολος δουλειά δεν είχε και ζύγιζε τ’ αρχίδια του ή όταν ο διάβολος δεν έχει δουλειά, ζυγίζει τ’ αρχίδια του, βλ. λ. δουλειά·
- δουλειά δεν είχε ο διάβολος κι έξυνε τ’ αρχίδια του ή ο διάβολος δουλειά δεν είχε κι έξυνε τ’ αρχίδια του ή όταν ο διάβολος δεν έχει δουλειά, ξύνει τ’ αρχίδια του, βλ. λ. δουλειά· 
- δουλειά δεν είχε ο καλόγηρος και με τις μύγες πάλευε, βλ. λ. δουλειά·
- δουλειά δεν είχε ο τεμπέλης και ζύγιζε τ’ αρχίδια του ή ο τεμπέλης δουλειά δεν είχε και ζύγιζε τ’ αρχίδια του ή όταν ο τεμπέλης δεν έχει δουλειά, ζυγίζει τ’ αρχίδια του, βλ. λ. δουλειά·
- δουλειά δεν είχε ο τεμπέλης κι έξυνε τ’ αρχίδια του ή ο τεμπέλης δουλειά δεν είχε κι έξυνε τ’ αρχίδια του ή όταν ο τεμπέλης δεν έχει δουλειά, ξύνει τ’ αρχίδια του, βλ. λ. δουλειά·
- δουλειά δεν είχε το μουνί και μάθαινε τσαγκάρης, βλ. λ. δουλειά·
- δώρο, και μικρό, μεγάλη χάρη έχει, βλ. λ. δώρο·
- εγώ του λέω χαντούμης είμαι, κι αυτός ρωτάει πόσα παιδιά έχεις; βλ. λ. χαντούμης·
- εδώ σ’ έχω, βλ. λ. εδώ·
- είναι να το ’χει η κούτρα σου, βλ. λ. κούτρα·
- είναι να το ’χεις να… ή είναι να το ’χει κανείς να…, πρέπει να έχεις κάτι έμφυτο για να αναδειχθείς, για να προκόψεις, για να ξεχωρίσεις: «είναι να το ’χεις να γίνεις ζωγράφος, αλλιώς γίνεσαι ένας σαν και τους τόσους άλλους || είναι να το ’χεις να γίνεις ποιητής, γιατί αλλιώς θα είσαι κι εσύ ποιητής εκ του προχείρου || είναι να το ’χει κανείς να γίνει καλός έμπορος»·
- είναι να το ’χεις στο αίμα σου να… ή είναι να το ’χει κανείς στο αίμα του να…, βλ. λ. αίμα·
- έτσι έχει η υπόθεση, βλ. λ. υπόθεση·
- έτσι έχει το ζήτημα, βλ. λ. ζήτημα·
- έτσι έχει το θέμα, βλ. λ. θέμα·
- έτσι έχει το πράγμα ή έτσι έχουν τα πράγματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- είχα θρήνο, βλ. λ. θρήνος·
- είχαμε ατραξιόν, βλ. λ. ατραξιόν·
- είχαμε γέλιο ή είχαμε γέλια, βλ. λ. γέλιο·
- είχαμε γιορτή, βλ. λ. γιορτή·
- είχαμε κηδεία στο σπίτι, βλ. λ. κηδεία·
- είχαμε πορδές σακιά, μας ήρθανε κι απ’ τα χωριά, βλ. λ. πορδή·
- είχαμε σκύλο κι εβόηθα το λύκο, βλ. λ. λύκος·
- είχαμε τη γριά λεχούσα, γέννησε κι ο γέρος, βλ. λ.γριά·
- είχαμε την κουβέντα σου, βλ. λ. κουβέντα·
- είχαμε το λόγο σου, βλ. λ. λόγος·
- είχε άγιο, βλ. λ. άγιος·
- έχει ανοιχτή καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- είχε άσχημη γέννα, βλ. λ. γέννα·
- είχε άσχημο τέλος, βλ. λ. τέλος·
- είχε δεν είχε, βρήκε τρόπο να πραγματοποιήσει αυτό που επιδίωκε: «είχε δεν είχε, του πήρε πάλι τα δανεικά που του χρειαζόταν»·
- είχε δεν είχε μας (με, τον, τους) κατάφερε, βλ. λ. καταφέρνω·
- είχε δεν είχε τα κατάφερε ή είχε δεν είχε το κατάφερε, βλ. λ. καταφέρνω·
- είχε δεν είχε την κατάφερε, βλ. λ. καταφέρνω·
- είχε δύσκολη γέννα, βλ. λ. γέννα·
- είχε εύκολη γέννα, βλ. λ. γέννα·
- είχε Θεό, βλ. λ. Θεός·
- είχε κακή γέννα, βλ. λ. γέννα·
- είχε κακό τέλος, βλ. λ. τέλος·
- είχε καλή γέννα, βλ. λ. γέννα·
- είχε λάδι (ενν. στο καντήλι του), βλ. λ. λάδι·
- είχε κρυμμένο λαγό στο καπέλο του, βλ. λ. λαγός·
- είχε ως αποτέλεσμα, βλ. λ. αποτέλεσμα·
- εμείς ψωμί δεν έχουμε κι η γάτα σέρνει πίτα, βλ. λ. ψωμί·
- εσύ τι φαγούρα έχεις; ή εσύ φαγούρα έχεις; βλ. λ. φαγούρα·
- έτσι την έχω δει τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έτσι την έχω κόψει τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έτσι το ’χετ’ εδώ; ή έτσι το ’χετ’ εσείς; ή έτσι το ’χετ’ εσείς εδώ; βλ. λ. έτσι·
- έτσι το ’χουμ’ εδώ ή έτσι το ’χουμ’ εμείς ή έτσι το ’χουμ’ εμείς εδώ, βλ. λ. έτσι·
- έχε γεια! βλ. λ. γεια·
- έχε το μυαλό σου! βλ. λ. μυαλό·
- έχε το μυαλό σου, βλ. λ. μυαλό·
- έχε το νου σου! βλ. λ. νους·
- έχε το νου σου, βλ. λ. νους·
- έχε το υπόψη σου ή έχε υπόψη σου, βλ. λ.υπόψη·
- έχε χάζι να…, βλ. λ. χάζι·
- έχε χάρη που..., βλ. λ. χάρη·
- έχε χάρη τον…, βλ. λ. χάρη·
- έχει (έναν, λίγο) αέρα, βλ. λ. αέρας·
- έχει αγκάθια η καρέκλα του, βλ. λ. αγκάθι·
- έχει αγκάθια ο κώλος του, βλ. λ. αγκάθι·
- έχει άγρια μεσάνυχτα, βλ. λ. μεσάνυχτα·
- έχει άγρια διάθεση ή έχει άγριες διαθέσεις, βλ. λ. διάθεση·
- έχει άγρια πρόθεση ή έχει άγριες προθέσεις, βλ. λ. πρόθεση·
- έχει άδεια τσέπη, βλ. λ. τσέπη·
- έχει άδειο πορτοφόλι, βλ. λ. πορτοφόλι·
- έχει ακόμα δουλειά ή έχει δουλειά ακόμα, βλ. λ. δουλειά·
- έχει ακριβά γούστα, βλ. λ. γούστο·
- έχει ακριβά τα λόγια του, βλ. λ. λόγος·
- έχει άλλο πρόσωπο, βλ. λ. πρόσωπο·
- έχει άλλον αέρα, βλ. λ. αέρας·
- έχει αλλού το μυαλό του, βλ. λ. μυαλό·
- έχει αλλού το νου του, βλ. λ. νους·
- έχει ανοιχτά αφτιά, βλ. λ. αφτί·
- έχει ανοιχτή αυλόπορτα ή έχει αυλόπορτα ανοιχτή, βλ. λ. αυλόπορτα·
- έχει ανοιχτή εξώπορτα ή έχει εξώπορτα ανοιχτή, βλ. λ. εξώπορτα·
- έχει ανοιχτό μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- έχει ανοιχτό τέλος, βλ. λ. τέλος·
- έχει ανοιχτό χέρι, βλ. λ. χέρι·
- έχει άπονη καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- έχει αριστοκρατικό αίμα, βλ. λ. αίμα·
- έχει αρχίδια, βλ. λ. αρχίδι·
- έχει άστατη καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- έχει άσχημα φυσικά, βλ. λ. φυσικός·
- έχει άσχημες διαθέσεις, βλ. λ. διάθεση·
- έχει άσχημες προθέσεις, βλ. λ. πρόθεση·
- έχει άσχημη αρρώστια, βλ. λ. αρρώστια·
- έχει άσχημη γλώσσα, βλ. λ. γλώσσα·
- έχει άσχημη διάθεση ή έχει άσχημες διαθέσεις, βλ. λ. διάθεση·
- έχει άσχημη πρόθεση ή έχει άσχημες προθέσεις, βλ. λ. πρόθεση·
- έχει άσχημο στόμα, βλ. λ. στόμα·
- έχει άσχημο χέρι, βλ. λ. χέρι·
- έχει άσχημο χτύπημα, βλ. λ. χτύπημα·
- έχει αυτό το κάτι ή έχει αυτό το κάτι άλλο, βλ. λ. άλλος·
- έχει αυτό το κατιτίς, βλ. λ. κατιτίς·
- έχει αφτί, βλ. λ. αφτί·
- έχει αχαλίνωτη φαντασία, βλ. λ. φαντασία·
- έχει άχυρα στο κεφάλι του, βλ. λ. άχυρο·
- έχει άχυρα στο μυαλό του, βλ. λ. άχυρο·
- έχει βαθιά μεσάνυχτα, βλ. λ. μεσάνυχτα·
- έχει βάθος πάγκου, βλ. λ. πάγκος·
- έχει βαθύ πάγκο, βλ. λ. πάγκος·
- έχει βαρβάτα αρχίδια, βλ. λ. αρχίδι·
- έχει βαρίδια στα πόδια του, βλ. λ. βαρίδι·
- έχει βάρος η γνώμη του, βλ. λ. γνώμη·
- έχει βάρος ο λόγος του, βλ. λ. λόγος·
- έχει βαρύ κόκαλο, βλ. λ. κόκαλο·
- έχει βαρύ μάτι, βλ. λ. μάτι·
- έχει βαρύ τιμόνι, βλ. λ. τιμόνι·
- έχει βαρύ χέρι, βλ. λ. χέρι·
- έχει βάση, βλ. λ. βάση·
- έχει βασιλικό αίμα, βλ. λ. αίμα·
- έχει βελόνες η καρέκλα του, βλ. λ. βελόνα·
- έχει βελόνες ο κώλος του, βλ. λ. βελόνα·
- έχει βιβλιάριο, (για γυναίκες), βλ. λ. βιβλιάριο·
- έχει βίδα, βλ. λ. βίδα·
- έχει βλάβη στο μυαλό, βλ. λ. βλάβη·
- έχει βλήμα στον εγκέφαλο, βλ. λ. βλήμα·
- έχει βουλοκέρι στ’ αφτιά του, βλ. λ. βουλοκέρι·
- έχει βρόμικο στόμα, βλ. λ. στόμα·
- έχει γανωμένη γλώσσα, βλ. λ. γλώσσα·
- έχει γεμάτη τσέπη, βλ. λ. τσέπη·
- έχει γεμάτο πορτοφόλι, βλ. λ. πορτοφόλι·
- έχει γενναία καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- έχει γερά θεμέλια, βλ. λ. θεμέλιο·
- έχει γερά νεύρα, βλ. λ. νεύρο·
- έχει γερή καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- έχει γερή μύτη, βλ. λ. μύτη·
- έχει γερή πένα, βλ. λ. πένα·
- έχει γερό αφτί, βλ. λ. αφτί·
- έχει γερό κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- έχει γερό κόκαλο, βλ. λ. κόκαλο·
- έχει γερό κομπόδεμα, βλ. λ. κομπόδεμα·
- έχει γερό μασούρι, βλ. λ. μασούρι·
- έχει γερό μάτι, βλ. λ. μάτι·
- έχει γερό μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- έχει γερό ρουθούνι, βλ. λ. ρουθούνι·
- έχει γερό σκαρί, βλ. λ. σκαρί·
- έχει γινάτι, βλ. λ. γινάτι·
- έχει γκαραντί, βλ. λ. γκαραντί·
- έχει γλυκά χείλη, βλ. λ. χείλι·
- έχει γλυκιά γλώσσα, βλ. λ. γλώσσα·
- έχει γλυκό στόμα, βλ. λ. στόμα·
- έχει γούστο! βλ. λ. γούστο·
- έχει γούστο να...! βλ. λ. γούστο·
- έχει δεν έχει, είτε έτσι είτε αλλιώς, υποχρεωτικά: «έχει δεν έχει όρεξη, θα πάει να δουλέψει || να του πεις πως πρέπει να μου επιστρέψει τα δανεικά, έχει δεν έχει»·
- έχει δημοσιότητα, βλ. λ. δημοσιότητα·  
- έχει διαλείψεις, βλ. λ. διάλειψη·
- έχει διεύθυνση, βλ. λ. διεύθυνση·
- έχει δίκτυο, βλ. λ. δίκτυο·
- έχει διπλή ζωή, βλ. λ. ζωή·
- έχει διπλή προσωπικότητα, βλ. λ. προσωπικότητα·
- έχει διχασμένη προσωπικότητα, βλ. λ. προσωπικότητα·
- έχει δουλειές με λοφίο, βλ. λ. δουλειά·
- έχει δουλειές με φούντες, βλ. λ. δουλειά·
- έχει δυνατή μύτη, βλ. λ. μύτη·
- έχει δυνατή πένα, βλ. λ. πένα·
- έχει δυνατό αφτί, βλ. λ. αφτί·
- έχει δυνατό μάτι, βλ. λ. μάτι·
- έχει δυο αγκαλιές, βλ. λ. αγκαλιές·
- έχει δυο μέτρα και δυο σταθμά, βλ. λ. μέτρο·
- έχει δυο πρόσωπα, βλ. λ. πρόσωπο·
- έχει δυσκολία στην κίνηση, βλ. λ. κίνηση·
- έχει ελαφρύ τιμόνι, βλ. λ. τιμόνι·
- έχει ελαφρύ χέρι, βλ. λ. χέρι·
- έχει ελευθέρας, βλ. λ. ελεύθερος·
- έχει ελεφαντίαση στο μυαλό, βλ. λ. ελεφαντίαση·
- έχει ένα κάρο λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- έχει ένα κεφάλι σαν αεροδρόμιο, βλ. λ. κεφάλι·
- έχει ένα κεφάλι σαν καζάνι, βλ. λ. κεφάλι·
- έχει ένα κεφάλι σαν καρπούζι, βλ. λ. καρπούζι·
- έχει ένα όνομα, βλ. λ. όνομα·
- έχει ένα πράμα που είναι σαν βγαλμένο χέρι, βλ. λ.πρά(γ)μα·
- έχει ένα σκάλωμα, βλ. λ. σκάλωμα·
- έχει ένα στόμα! βλ. λ. στόμα·
- έχει ένα στόμα σαν πηγάδι, βλ. λ. στόμα·
- έχει ένα στόμα σαν απόπατο ή έχει ένα στόμα σκέτο απόπατο, βλ. λ. στόμα·
- έχει ένα στόμα σαν βόθρο ή έχει ένα στόμα σκέτο βόθρο, βλ. λ. στόμα·
- έχει ένα στόμα σαν χρεία ή έχει ένα στόμα σκέτη χρεία, βλ. λ. στόμα·
- έχει ένα χέρι σαν πένσα, βλ. λ. πένσα·
- έχει ένα χέρι σαν τανάλια, βλ. λ. τανάλια·
- έχει έναν γλυκό λόγο για τον καθένα, βλ. λ. λόγος·
- έχει έναν καλό λόγο για τον καθένα, βλ. λ. λόγος·
- έχει έναν κουβά αρχίδια, βλ. λ. αρχίδι·
- έχει έναν κώλο να! βλ. λ. κώλος·
- έχει έναν κώλο τέτοιο! βλ. λ. κώλος·
- έχει έρωτα (με κάποιον, με κάποια), βλ. λ. έρωτας·
- έχει έρωτα (με κάτι), βλ. λ. έρωτας·
- έχει έτοιμα τα δάκρυα, βλ. λ. δάκρυ·
- έχει ζήτηση, βλ. λ. ζήτηση·
- έχει ζούρλα, βλ. λ. ζούρλα·
- έχει η θάλασσα νερό; ή έχει νερό η θάλασσα; βλ. λ. θάλασσα·
- έχει θάλασσα, βλ. λ. θάλασσα·
- έχει θέα, βλ. λ. θέα·
- έχει ιώβεια υπομονή, βλ. λ. υπομονή·
- έχει καβαλημένο καλάμι, βλ. λ. καλάμι·
- έχει καβαλήσει το καλάμι, βλ. λ. καλάμι·
- έχει καβούρια η τσέπη του ή έχει καβούρια στην τσέπη του ή έχει καβούρια στις  τσέπες του, βλ. λ. καβούρι·
- έχει καθαρή καρδιά ή έχει καρδιά καθαρή, βλ. λ. καρδιά·
- έχει καθαρή σκέψη ή έχει σκέψη καθαρή, βλ. λ. σκέψη·
- έχει καθαρό μυαλό ή έχει μυαλό καθαρό, βλ. λ. μυαλό·
- έχει και πίσω μάτια, βλ. λ. μάτι·
- έχει και στην πλάτη μάτια, βλ. λ. μάτι·
- έχει και στον κώλο μάτια, βλ. λ. κώλος·
- έχει και τα κακά του, βλ. λ. κακός·
- έχει και τα καλά του, βλ. λ. καλός·
- έχει και την κακή πλευρά του ή έχει και τις κακές πλευρές του ή έχει και την κακή του πλευρά ή έχει και τις κακές του πλευρές, βλ. λ. πλευρά·
- έχει και την καλή πλευρά του ή έχει και τις καλές πλευρές του ή έχει και την καλή του πλευρά ή έχει και τις καλές του πλευρές, βλ. λ. πλευρά·
- έχει και του πουλιού το γάλα, βλ. λ. πουλί·
- έχει καιρό, βλ. λ. καιρός·
- έχει κακή διάθεση ή έχει κακές διαθέσεις, βλ. λ. διάθεση·
- έχει κακή πρόθεση ή έχει κακές προθέσεις, βλ. λ. πρόθεση·
- έχει κακή φήμη, βλ. λ. φήμη·
- έχει κακιά γλώσσα, βλ. λ. γλώσσα·
- έχει κακιά καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- έχει κακιά ψυχή, βλ. λ. ψυχή·
- έχει κακό μάτι, βλ. λ. μάτι·
- έχει κακό όνομα, βλ. λ. όνομα·
- έχει κακό σημάδι, βλ. λ. σημάδι·
- έχει κακό στόμα, βλ. λ. στόμα·
- έχει κακό χέρι, βλ. λ. χέρι·
- έχει κακό χτύπημα, βλ. λ. χτύπημα·
- έχει κακούς τρόπους, βλ. λ. τρόπος·
- έχει καλή γλώσσα, βλ. λ. γλώσσα·
- έχει καλή διάθεση ή έχει καλές διαθέσεις, βλ. λ. διάθεση·
- έχει καλή πρόθεση ή έχει καλές προθέσεις, βλ. λ. πρόθεση·
- έχει καλή δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έχει καλή καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- έχει καλή μάσα ή έχει καλές μάσες, βλ. λ.μάσα·
- έχει καλή μύτη, βλ. λ. μύτη·
- έχει καλή πένα, βλ. λ. πένα·
- έχει καλή φήμη, βλ. λ. φήμη·
- έχει καλή ψυχή, βλ. λ. ψυχή·
- έχει καλό αφτί, βλ. λ. αφτί·
- έχει καλό κύκλο, βλ. λ. κύκλος·
- έχει καλό μάτι ή έχει μάτι, βλ. λ. μάτι·
- έχει καλό μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- έχει καλό όνομα, βλ. λ. όνομα·
- έχει καλό πόδι, βλ. λ. πόδι·
- έχει καλό σημάδι, βλ. λ. σημάδι·
- έχει κάλο στο μυαλό, βλ. λ. κάλος·
- έχει καλό στόμα, βλ. λ. στόμα·
- έχει καλούς τρόπους ή έχει τρόπους, βλ. λ.τρόπος·
- έχει καλώς, βλ. λ. καλώς·
- έχει κάνει καν και καν, βλ. λ. καν·
- έχει κάποια χρόνια στη ράχη του, βλ. λ. χρόνος·
- έχει κάποια χρόνια στην καμπούρα του, βλ. λ. καμπούρα·
- έχει κάποια χρόνια στην πλάτη του, βλ. λ. πλάτη·
- έχει βαπόρια, βλ. λ. βαπόρι·
- έχει καράβια, βλ. λ. καράβι·
- έχει καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- έχει καρδιά αγκινάρα, βλ. λ. καρδιά·
- έχει καρδιά αμπάρι, βλ. λ. καρδιά·
- έχει καρδιά από ατσάλι ή έχει ατσαλένια καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- έχει καρδιά από μάρμαρο, βλ. λ. μάρμαρο·
- έχει καρδιά από πέτρα ή έχει καρδιά πέτρα ή έχει καρδιά σκληρή σαν πέτρα, βλ. λ. καρδιά·
- έχει καρδιά λαγού, βλ. λ. λαγός·
- έχει καρδιά λιονταριού, βλ. λ. καρδιά·
- έχει καρδιά μάλαμα, βλ. λ. καρδιά·
- έχει καρδιά μικρού παιδιού, βλ. λ. καρδιά·
- έχει καρδιά μπαξέ, βλ. λ. καρδιά·
- έχει καρδιά περιβόλι, βλ. λ. καρδιά·
- έχει καρφιά η καρέκλα του, βλ. λ. καρφί·
- έχει καρφιά ο κώλος του, βλ. λ. καρφί·
- έχει κατεβασμένα ρολά ή έχει κατεβασμένα τα ρολά, βλ. λ. ρολό·
- έχει κάτι πόδια σαν βάρκες, βλ. λ. βάρκα·
- έχει κάτι χέρια σαν φτυάρια, βλ. λ. φτυάρι·
- έχει καύλα με…, βλ. λ. καύλα·
- έχει κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- έχει κι άλλα παιδιά η μάνα σου σαν κι εσένα ή έχει κι άλλα παιδιά σαν κι εσένα η μάνα σου; βλ. λ. παιδί·
- έχει κι άλλον πονηρό σαν κι εσένα η μάνα σου; ή έχει κι άλλον σαν κι σένα πονηρό η μάνα σου; βλ. λ. πονηρός·
- έχει κι αλλού πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια, βλ. λ. πορτοκαλιά·
- έχει κι ο Γιάννης καΐκι, βλ. λ. Γιάννης·
- έχει κι ο μέρμηγκας χολή, έχει κι η μύγα σπλήνα, βλ. λ. μυρμήγκι·
- έχει κίνηση η αγορά, βλ. λ. αγορά·
- έχει κλειδωνιά στο στόμα του, βλ. λ. κλειδωνιά·
- έχει κλείσει η καρδιά μου, βλ. λ. καρδιά·
- έχει κλινικές αρετές, βλ. λ. κλινικός·
- έχει κλινικές χάρες, βλ. λ. κλινικός·
- έχει κόζι η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έχει κοκόρου γνώση, βλ. λ. κόκορας·
- έχει κόλλημα, βλ. λ. κόλλημα·
- έχει κόλλημα στο μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- έχει κομμένη την ουρά του, βλ. λ. ουρά·
- έχει κουινάκια στο μυαλό του, βλ. λ. κουινάκι·
- έχει κουρκουμπίνια στο μυαλό του, βλ. λ.κουρκουμπίνι·
- έχει κουσούρι, βλ. λ. κουσούρι·
- έχει κούφιο κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- έχει κοφτερή γλώσσα, βλ. λ. γλώσσα·
- έχει κοφτερό μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- έχει κρύα καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- έχει κρύο αίμα, βλ. λ. αίμα·
- έχει λασκαρισμένη βίδα, βλ. λ. βίδα·
- έχει λεπτά αισθήματα, βλ. λ. αίσθημα·
- έχει λερωμένα χέρια ή έχει λερωμένα τα χέρια του ή έχει τα χέρια του λερωμένα ή έχει χέρια λερωμένα, βλ. λ. χέρι·
- έχει λερωμένη φωλιά ή έχει λερωμένη τη φωλιά του ή έχει τη φωλιά του λερωμένη ή έχει φωλιά λερωμένη βλ. λ.φωλιά·
- έχει λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- έχει λεφτά με ουρά, βλ. λ. λεφτά·
- έχει λεφτά με τη σέσουλα, βλ. λ. λεφτά·
- έχει λεφτά με το ζεμπίλι, βλ. λ. λεφτά·
- έχει λεφτά με το καντάρι, βλ. λ. λεφτά·
- έχει λεφτά με το τσουβάλι, βλ. λ. λεφτά·
- έχει λίγο μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- έχει λίρα με ουρά ή έχει λίρες με ουρά, βλ. λ. λίρα·
- έχει λουκέτο στο στόμα του, βλ. λ. λουκέτο·
- έχει μακρύ χέρι, βλ. λ. χέρι·
- έχει μανούρα, βλ. λ. μανούρα·
- έχει μαράζι στην καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- έχει μάσα ή έχει μάσες, βλ. λ. μάσα·
- έχει μάτι, βλ. λ. μάτι·
- έχει μάτι γερακιού, βλ. λ. γεράκι·
- έχει μαύρη καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- έχει μαύρη ψυχή, βλ. λ. ψυχή·
- έχει μαύρο παρελθόν, βλ. λ. παρελθόν·
- έχει μαύρο σκοτάδι ή έχει σκοτάδι, βλ. λ.σκοτάδι·
- έχει μεγάλη γλώσσα, βλ. λ. γλώσσα·
- έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, βλ. λ. ιδέα·
- έχει μεγάλη καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- έχει μεγάλη κατανάλωση, (για προϊόντα), βλ. λ.κατανάλωση·
- έχει μεγάλη μύτη, βλ. λ. μύτη·
- έχει μεγάλη τσέπη, βλ. λ. τσέπη·
- έχει μεγάλη ψυχή, βλ. λ. ψυχή·
- έχει μεγάλο κύκλο, βλ. λ. κύκλος·
- έχει μεγάλο ρεπερτόριο, βλ. λ. ρεπερτόριο·
- έχει μεγάλο στόμα, βλ. λ. στόμα·
- έχει μέλλον, βλ. λ. μέλλον·
- έχει μέλλον ακόμα αυτή η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έχει μέλλον ακόμα η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έχει μέλλον η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έχει μέσ’ στη φλέβα του (κάτι) ή έχει στη φλέβα του κάτι, βλ. λ. φλέβα·
- έχει μέσ’ στο αίμα του (κάτι) ή έχει στο αίμα του (κάτι), βλ. λ. αίμα·
- έχει μεσάνυχτα, βλ. λ. μεσάνυχτα·
- έχει μητρικά, βλ. λ. μητρικά·
- έχει μια άνεση, βλ. λ. άνεση·
- έχει μια γλώσσα! βλ. λ. γλώσσα·
- έχει μια γλώσσα να! ή έχει μια γλώσσα σαν παντόφλα ή έχει μια γλώσσα σαν παπούτσι, βλ. λ. γλώσσα·
- έχει μια δόση αλήθεια(ς), βλ. λ. δόση·
- έχει μια δόση τρέλα(ς), βλ. λ. δόση·
- έχει μια δόση πουστιάς, βλ. λ. δόση·
- έχει μια δόση πουτανιάς, βλ. λ. δόση·
- έχει μια κάποια ηλικία, βλ. λ. ηλικία·
- έχει μια μάντρα αρχίδια, βλ. λ. αρχίδι·
- έχει μια οκά αρχίδια, βλ. λ. αρχίδι·
- έχει μια τρέλα! βλ. λ. τρέλα·
- έχει μνήμη ελέφαντα, βλ. λ. ελέφαντας·
- έχει μονόπλευρο μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- έχει μουσικό αφτί, βλ. λ. αφτί·
- έχει μούτρα και μιλάει, βλ. λ. μούτρο·
- έχει μούχτι, βλ. λ. μούχτι·
- έχει μπάρμπα στην Κορώνη, βλ. λ. μπάρμπας·
- έχει μπέσα, βλ. λ. μπέσα·
- έχει μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- έχει μυαλό αλφάδι, βλ. λ. μυαλό·
- έχει μυαλό καδρόνι, βλ. λ. μυαλό·
- έχει μυαλό κότας, βλ. λ. μυαλό·
- έχει μυαλό ξουράφι, βλ. λ. μυαλό·
- έχει μυαλό οκάδες, βλ. λ. μυαλό·
- έχει μυστήρια γούστα, βλ. λ. γούστο·
- έχει μύτη, βλ. λ. μύτη·
- έχει μύτη σαν μελιτζάνα, βλ. λ. μελιτζάνα·
- έχει μωρό στο βυζί, (για γυναίκες) βλ. λ. βυζί·
- έχει να κάνει, α. ενδιαφέρει: «και βεβαίως έχει να κάνει η παρουσία σου στο συνέδριο». β. πειράζει: «βεβαίως έχει να κάνει η απουσία σου απ’ τη συγκέντρωση»·
- έχει να κάνει με…, α. αναφέρεται σε…: «το θέμα του βιβλίου έχει να κάνει με τα ναρκωτικά». β. αντιμετωπίζει κάποιον ή κάτι, συνήθως όχι ευχάριστο: «να του πεις να προσέχει, γιατί έχει να κάνει μ’ έναν παλιάνθρωπο || ο πολίτης έχει να κάνει καθημερινά με την αυξανόμενη εγκληματικότητα»· βλ. και φρ. έχω να κάνω με(…)·
- έχει να κάνει τίποτα; βλ. λ. τίποτα·
- έχει να ταΐσει κοτζάμ ασκέρι, βλ. λ. ασκέρι·
- έχει νερό στις φλέβες του, βλ. λ. νερό·
- έχει νεύρο, βλ. λ. νεύρο·
- έχει νεφρά ή έχει νεφρό, βλ. λ. νεφρό·
- έχει νόημα; βλ. λ. νόημα·
- έχει νταβανά, βλ. λ. νταβανάς·
- έχει νύχτα, βλ. λ. νύχτα·
- έχει ξερό κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- έχει ξεφύγει, βλ. λ. ξεφεύγω·
- έχει ο Θεός! βλ. λ. Θεός·
- έχει ο καιρός γυρίσματα, βλ. λ. καιρός·
- έχει ο αφέντης μας αφέντρα κι η κυρά μας άλλον άντρα, βλ. λ. άντρας·
- έχει όλα τα καλά του, βλ. λ. καλός·
- έχει όλα τα καλά του Θεού, βλ. λ. Θεός·
- έχει όλα τα καλά του κόσμου, βλ. λ. κόσμος·
- έχει όνομα, βλ. λ. όνομα·
- έχει όνομα στη μαρκίζα, βλ. λ. μαρκίζα·
- έχει οξεία μαλακίτιδα, βλ. λ. μαλακίτιδα·
- έχει οξεία τεμπελίτιδα, βλ. λ. τεμπελίτιδα·
- έχει παγάκια, (για θάλασσα) βλ. λ. παγάκι·
- έχει παιδική καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- έχει παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- έχει πακέτο, βλ. λ. πακέτο·
- έχει παντού τη μούρη του ή έχει τη μούρη του παντού, βλ. λ. μούρη·
- έχει παντού τη μύτη του ή έχει τη μύτη του παντού, βλ. λ. μύτη·
- έχει παντού την ουρά του ή έχει την ουρά του παντού, βλ. λ. ουρά·
- έχει παρά ή έχει παράδες, βλ. λ. παράς·
- έχει παρά με ουρά ή έχει παράδες με ουρά, βλ. λ. παράς·
- έχει πάρει (ενν. σασί), (για αυτοκίνητα) βλ. λ.παίρνω·
- έχει πάρει σασί, βλ. λ. σασί·
- έχει παρελθόν, βλ. λ. παρελθόν·
- έχει πειραγμένα νεύρα, βλ. λ. νεύρο·
- έχει πειραγμένο μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- έχει πείσμα, βλ. λ. πείσμα·
- έχει πέραση, βλ. λ. πέραση·
- έχει πέραση ο λόγος του, βλ. λ. λόγος·
- έχει περατζάδα, βλ. λ. περατζάδα·
- έχει περίοδο, βλ. λ. περίοδος·
- έχει πέσει…, βλ. λ. πέφτω·
- έχει πέτρινη καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- έχει πίτουρα στο μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- έχει πλάγια σκέψη, βλ. λ. σκέψη·
- έχει πλάκα! ή έχει πλάκα να…, βλ. λ. πλάκα·
- έχει πλάκα, βλ. λ. πλάκα·
- έχει πλάκα τα γαλόνια, βλ. λ. γαλόνι·
- έχει πλάκα τα παράσημα, βλ. λ. παράσημο·
- έχει πλούσια καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- έχει πλούσιο εσωτερικό κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- έχει πλούσιο παρελθόν, βλ. λ. παρελθόν·
- έχει πλούτο αισθημάτων, βλ. λ. πλούτος·
- έχει πλούτο γνώσεων, βλ. λ. πλούτος·
- έχει πόδι, (για ποδοσφαιριστές) βλ. λ. πόδι·
- έχει πολλά στην καμπούρα του, βλ. λ. καμπούρα·
- έχει πολλά στο κεφάλι του, βλ. λ. κεφάλι·
- έχει πολλά στο μυαλό του, βλ. λ. μυαλό·
- έχει πολλά χρόνια στη ράχη του, βλ. λ. χρόνος·
- έχει πολλά χρόνια στην καμπούρα του, βλ. λ. χρόνος·
- έχει πολλά χρόνια στην πλάτη του, βλ. λ. χρόνος·
- έχει πολλά ψάρια η θάλασσα, βλ. λ. ψάρι·
- έχει πολλές γνωριμίες, βλ. λ. γνωριμία·
- έχει πολύ μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- έχει πολύ πράμα! βλ. λ. πρά(γ)μα·
- έχει πολύ πράμα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- έχει πολύ φαΐ, βλ. λ. φαΐ·
- έχει πολύ φαΐ η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έχει πολύ ψωμί, βλ. λ. ψωμί·
- έχει πονετική καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- έχει πονετική ψυχή, βλ. λ. ψυχή·
- έχει πονόδοντο, βλ. λ. πονόδοντος·
- έχει πορτοφόλι, βλ. λ. πορτοφόλι·
- έχει πριονίδια στο μυαλό, βλ. λ. πριονίδι·
- έχει πρόβλημα, βλ. λ. πρόβλημα·
- έχει πρόσωπο και μιλάει! βλ. λ. πρόσωπο·
- έχει πρώτη φωνή, βλ. λ. φωνή·
- έχει πυγμή ή έχει σιδερένια πυγμή, βλ. λ. πυγμή·
- έχει ραντεβού με την ιστορία, βλ. λ. ιστορία·
- έχει ρέντα, βλ. λ. ρέντα·
- έχει ρίσκο η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έχει ρόζο στο μυαλό, βλ. λ. ρόζος·
- έχει ροκανίδια στο μυαλό, βλ. λ. ροκανίδι·
- έχει σαλτάρισμα, βλ. λ. σαλτάρισμα·
- έχει σασιρμά, βλ. λ. σασιρμάς·
- έχει σημασία; βλ. λ. σημασία·
- έχει σιγουρεμένη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έχει σίγουρη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έχει σινεμά, βλ. λ. σινεμά·
- έχει σινεμασκόπ, βλ. λ. σινεμασκόπ·
- έχει σκαμπανεβάσματα η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έχει σκατά στο μυαλό, βλ. λ. σκατά·
- έχει σκληρή καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- έχει σκληρό κόκαλο, βλ. λ. κόκαλο·
- έχει σκοτεινή καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- έχει σκοτεινή ψυχή, βλ. λ. ψυχή·
- έχει σκοτεινό παρελθόν, βλ. λ. σκοτεινό·
- έχει σκουλήκια ο κώλος του, βλ. λ. σκουλήκι·
- έχει στ’ όνομά του (κάτι), βλ. λ. όνομα·
- έχει σταθερή δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έχει σταθερό χέρι, βλ. λ. χέρι·
- έχει στενό μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- έχει στη διαπασών, βλ. λ. διαπασών·
- έχει στη φλέβα του (κάτι), βλ. λ. φλέβα·
- έχει στημένη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έχει στόκο στο μυαλό, βλ. λ. στόκος·
- έχει στραβά κανιά, βλ. λ. κανί·
- έχει στρωμένη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έχει στρωτή γλώσσα, βλ. λ. γλώσσα·
- έχει σύφιλη στο μυαλό, βλ. λ. σύφιλη·
- έχει σφιχτό χέρι, βλ. λ. χέρι·
- έχει σώας τας φρένας του, βλ. λ. φρένες·
- έχει τα δάκρυα στην κωλοτσέπη του ή έχει το δάκρυ στην κωλοτσέπη του, βλ. λ. κωλοτσέπη·
- έχει τα δάκρυα στην τσέπη του ή έχει το δάκρυ στην τσέπη του, βλ. λ. τσέπη·
- έχει τα καλά (του τάδε), βλ. λ. καλός·
- έχει τα καλά του, έχει και τα κακά του, βλ. λ. καλός·
- έχει τα καλά του κόσμου ή έχει του κόσμου τα καλά, βλ. λ. κόσμος·
- έχει τα λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- έχει τα μάτια του παντού, βλ. λ. μάτι·
- έχει τα μυαλά του πάνω απ’ το κεφάλι του ή έχει το μυαλό του πάνω απ’ το κεφάλι του, βλ. λ. μυαλό·
- έχει τα μυαλά της πούτσας μου ή έχει το μυαλό της πούτσας μου, βλ. λ. πούτσα·
- έχει τα νταραβέρια της, βλ. λ. νταραβέρι·
- έχει τα ρούχα της, βλ. λ. ρούχο·
- έχει τα τρία κακά της μοίρας του, βλ. λ. μοίρα·
- έχει τα φεγγάρια του, βλ. λ. φεγγάρι·
- έχει τα φράγκα, βλ. λ. φράγκο·
- έχει τα φραγκοφονικά του, βλ. λ. φραγκοφονικά·
- έχει τα χούγια του, βλ. λ. χούι·
- έχει τα χρονάκια της (του), βλ. λ. χρονάκι·
- έχει τάλιρα, βλ. λ. τάλιρο·
- έχει τετράγωνη λογική, βλ. λ. λογική·
- έχει τετράγωνο κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- έχει τετράγωνο μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- έχει τζερτζελέ, βλ. λ. τζερτζελές·
- έχει τη μαύρη του την τύφλα, βλ. λ. τύφλα·
- έχει τη μύγα, βλ. λ. μύγα·
- έχει τη νοοτροπία του κούκου, βλ. λ. κούκος·
- έχει τη σπεσιαλιτέ του, βλ. λ. σπεσιαλιτέ·
- έχει τη σφραγίδα του χρόνου, (για πρόσωπα ή πράγματα) βλ. λ. σφραγίδα·
- έχει τη φήμη του…(της…), βλ. λ. φήμη·
- έχει τη χάρη να…, βλ. λ. χάρη·
- έχει την αίσθηση του χιούμορ, χιούμορ·
- έχει την έξωθεν καλή μαρτυρία, βλ. λ. μαρτυρία·
- έχει την ηλικία της (του), βλ. λ. ηλικία·
- έχει την κακιά, βλ. λ. κακός·
- έχει την πετριά, βλ. λ. πετριά·
- έχει (την) προίκα αφάγωτη, βλ. λ. προίκα·
- έχει την τάξη της, (για γυναίκες), βλ. λ. τάξη·
- έχει την τελευταία κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- έχει την τελευταία λέξη, βλ. λ. λέξη·
- έχει την τιμητική του (κάποιος ή κάτι), βλ. λ.τιμητικός·
- έχει την τρέλα να…, βλ. λ. τρέλα·
- έχει την ψυχή, βλ. λ. ψυχή·
- έχει της πούτσας του το χαβά, βλ. λ. πούτσα·
- έχει της ψωλής του το χαβά, βλ. λ. ψωλή·
- έχει τίμιο ξύλο απάνω του, βλ. λ. ξύλο·
- έχει τίποτα; βλ. λ. τίποτα·
- έχει τις αμυγδαλιές της, βλ. λ. αμυγδαλές·
- έχει τις καλές και τις κακές του στιγμές ή έχει τις καλές και τις κακές στιγμές του, βλ. λ. στιγμή·
- έχει τις μέρες του, βλ. λ. μέρα·
- έχει τις ώρες του, βλ. λ. ώρα·
- έχει το γέλιο στο στόμα, βλ. λ. γέλιο·
- έχει το γενικό πρόσταγμα, βλ. λ. πρόσταγμα·
- έχει το δαίμονα μέσα του, βλ. λ. δαίμονας·
- έχει το διάβολο μέσα του, βλ. λ. διάβολος·
- έχει το ίδιο κεφάλι (με κάποιον), βλ. λ. κεφάλι·
- έχει το κακό, βλ. λ. κακός·
- έχει το καλό ότι…, βλ. λ. καλός·
- έχει το κατιτίς του, βλ. λ. κατιτίς·
- έχει το κοκαλάκι της νυχτερίδας, βλ. λ. κοκαλάκι·
- έχει το μάτι του όλο στην πόρτα ή έχει το μάτι του συνέχεια στην πόρτα, βλ. λ. μάτι·
- έχει το μέλι στο χέρι, βλ. λ. μέλι·
- έχει το μυαλό του όλο (συνέχεια) στο κεχρί, βλ. λ. μυαλό·
- έχει το μυαλό του όλο (συνέχεια) στο τσιτσί, βλ. λ. μυαλό·
- έχει το μυαλό του όλο (συνέχεια) στο ψαχνό, βλ. λ. μυαλό·
- έχει το μυαλό του όλο (συνέχεια) στο ψητό, βλ. λ. μυαλό·
- έχει το μυαλό (του) στη θέση του, βλ. λ. μυαλό·
- έχει το ’να πόδι πάνω στ’ άλλο, βλ. λ. πόδι·
- έχει το νου του όλο (συνέχεια) στο κεχρί, βλ. λ. νους·
- έχει το νου του όλο (συνέχεια) στο τσιτσί, βλ. λ. νους·
- έχει το νου του όλο (συνέχεια) στο ψαχνό, βλ. λ. νους·
- έχει το νου του όλο (συνέχεια) στο ψητό, βλ. λ. νους·
- έχει (το) πλεμόνι ή έχει (τα) πλεμόνια, βλ. λ. πλεμόνι·     
- έχει το σατανά μέσα του, βλ. λ. σατανάς·
- έχει το σκουλήκι, βλ. λ. σκουλήκι·
- έχει (το) φλεμόνι ή έχει (τα) φλεμόνια, βλ. λ. φλεμόνι·
- έχει το χάρισμα του λόγου, βλ. λ. λόγος·
- έχει το χρήμα ή έχει χρήμα, βλ. λ. χρήμα·
- έχει το ψώνιο να…, βλ. λ. ψώνιο·
- έχει τον πρώτο λόγο, βλ. λ. λόγος·
- έχει τον τελευταίο λόγο, βλ. λ. λόγος·
- έχει του κόσμου τα καλά, βλ. λ. κόσμος·
- έχει του μουνιού της (του) το χαβά, βλ. λ. μουνί·
- έχει τους ανθρώπους του, βλ. λ. άνθρωπος·
- έχει τρέλα, βλ. λ. τρέλα·
- έχει τρέλα δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έχει τρελά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- έχει τρέλα με…, βλ. λ. τρέλα·
- έχει τρέλα με τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έχει τρέλα με τη δουλειά του, βλ. λ. δουλειά·
- έχει τρελή μάσα ή έχει τρελές μάσες, βλ. λ.μάσα·
- έχει τρύπες η τσέπη του, βλ. λ. τσέπη·
- έχει τρύπια τσέπη, βλ. λ. τσέπη·
- έχει τρύπιο μάτι, βλ. λ. μάτι·
- έχει τρύπιο χέρι, βλ. λ. χέρι·
- έχει τσαγανό μέσα του, βλ. λ. τσαγανός·
- έχει τσαμπουκά, βλ. λ. τσαμπουκάς·
- έχει τσέπη, βλ. λ. τσέπη·
- έχει τύπο, βλ. λ. τύπος·
- έχει υπομονή γαϊδάρου, βλ. λ. υπομονή·
- έχει υπομονή καμήλας, βλ. λ. υπομονή·
- έχει υπομονή μυρμηγκιού, βλ. λ. μυρμήγκι·
- έχει ύφος δέκα καρδιναλίων, βλ. λ. ύφος·
- έχει ύφος δικαστή, βλ. λ. δικαστής·
- έχει φάκελο, βλ. λ. φάκελος·
- έχει φαντασία, βλ. λ. φαντασία·
- έχει φάρδος, βλ. λ. φάρδος·
- έχει φαρμάκι στην καρδιά, βλ. λ. φαρμάκι·
- έχει φάση, βλ. λ. φάση·
- έχει φερμουάρ στο στόμα του, βλ. λ. φερμουάρ·
- έχει φλέβα αριστοκράτη, βλ. λ. αριστοκράτης·
- έχει φούιτ, βλ. λ. φούιτ·
- έχει φούριες, βλ. λ. φούρια·
- έχει φουσκωμένη κοιλιά ή έχει κοιλιά φουσκωμένη, (για γυναίκες) βλ. λ. κοιλιά·
- έχει φουσκωμένη τσέπη ή έχει τσέπη φουσκωμένη, βλ. λ. τσέπη·
- έχει φουσκωμένο πορτοφόλι ή έχει πορτοφόλι φουσκωμένο, βλ. λ. πορτοφόλι·
- έχει φράγκα, βλ. λ. φράγκο·
- έχει φραμπαλά, βλ. λ. φραμπαλά·
- έχει φρέσκο μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- έχει φτενό μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- έχει φτερά στα πόδια του, βλ. λ. φτερό·
- έχει φύγει, βλ. λ. φεύγω·
- έχει φύρα, βλ. λ. φύρα·
- έχει φωνή, βλ. λ. φωνή·
- έχει φωνή καμπάνα, βλ. λ. φωνή·
- έχει φωτεινό μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- έχει χαβά, βλ. λ. χαβάς·
- έχει χαβαλέ, βλ. λ. χαβαλές·
- έχει χάζι, βλ. λ. χάζι·
- έχει χέρι, βλ. λ. χέρι·
- έχει χεσμένη φωλιά ή έχει χεσμένη τη φωλιά του ή έχει τη φωλιά του χεσμένη ή έχει φωλιά χεσμένη, βλ. λ. φωλιά·
- έχει χιόνια, (για τηλεόραση), βλ. λ. χιόνι·
- έχει χιούμορ, βλ. λ. χιούμορ·
- έχει χοντρά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- έχει χοντρό μασούρι, βλ. λ. μασούρι·
- έχει χοντρό πακέτο, βλ. λ. πακέτο·  
- έχει χοντρό πορτοφόλι, βλ. λ. πορτοφόλι·
- έχει χουλιαμά, βλ. λ. χουλιαμάς·
- έχει χρόνια που… ή έχει χρόνια τώρα που…, βλ. λ. χρόνος·
- έχει χρυσή καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- έχει χυθεί πολύ μελάνι, βλ. λ. μελάνι·
- έχει ψαχνό η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έχει ψείρα με ουρά ή έχει ψείρες με ουρά, βλ. λ. ψείρα·
- έχει ψηλή μύτη, βλ. λ. μύτη·
- έχει ψητό η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έχει ψυχή, βλ. λ. ψυχή·
- έχει ψωμί η δουλειά, βλ. λ. ψωμί·
- έχει ψώνιο δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έχει ψώνιο με…, βλ. λ. ψώνιο·
- έχει ψώνιο με τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έχει ψώνιο με τη δουλειά του, βλ. λ. δουλειά·
- έχει ώρα να…, βλ. λ. ώρα·
- έχει ώρα που…, βλ. λ. ώρα·
- έχει ωραίο λαιμό, βλ. λ. λαιμός·
- έχει ωραίο λαρύγγι, βλ. λ. λαρύγγι·
- έχει ωραίο πόδι, βλ. λ. πόδι·
- έχεις αρχίδια; βλ. λ. αρχίδι·
- έχεις γρόσα, έχεις και μεγάλη γλώσσα, βλ. λ. γρόσι·
- έχεις γυναίκα με μυαλό, έχεις στο σπίτι θησαυρό, βλ. λ. γυναίκα·
- έχεις δίκιο, δεν ξέρεις τι λες, βλ. λ. δίκιο·
- έχεις και λες, βλ. λ. λέω·
- έχεις κώλο; βλ. λ. κώλος·
- έχεις λαβαίνει ή έχεις να λαβαίνεις, βλ. λ. λαβαίνω·
- έχεις παράδες, ξέρεις να μιλάς, βλ. λ. παράς·
- έχεις πρόβλημα; βλ. λ. πρόβλημα·
- έχεις την μπάλα, βλ. λ. μπάλα·
- έχεις τίποτα; βλ. λ. τίποτα·
- έχεις το λόγο μου, βλ. λ. λόγος·
- έχεις ώρα; βλ. λ. ώρα·
- έχετε γεια βρυσούλες! βλ. λ. γεια·
- έχετε την καλοσύνη να…, βλ. λ. καλοσύνη·
- έχουμε απαρτία, βλ. λ. απαρτία·
- έχουμε γερμανικό σύστημα, βλ. λ. γερμανικός·
- έχουμε ένα γεια, βλ. λ. γεια·
- έχουμε και λέμε, βλ. λ. λέω·
- έχουμε πιένες, βλ. λ. πιένα·
- έχουμε πόλεμο, βλ. λ. πόλεμος·
- έχουμε την αρκούδα και ψάχνουμε τα ίχνη, βλ. λ.αρκούδα·
- έχουμε το ίδιο αίμα, βλ. λ. αίμα·
- έχουμε το ίδιο μήκος κύματος, βλ. λ. μήκος·
- έχουμε ψυχική επαφή, βλ. λ. επαφή·
- έχουν γιορτές και πανηγύρια, βλ. λ. γιορτή·
- έχουν γιορτή, βλ. λ. γιορτή·
- έχουν δει πολλά τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- έχουν κουρμπάνια, βλ. λ. κουρμπάνι·
- έχουν πανηγύρι, βλ. λ. πανηγύρι·
- έχουν πλατωνικό έρωτα, βλ. λ. έρωτας·
- έχουν χαρές και πανηγύρια, βλ. λ. χαρά·
- έχουν χάσει την μπάλα, βλ. λ. μπάλα·
- έχουνε γνώση οι φύλακες, βλ. λ. γνώση·
- έχω αβαρία, βλ. λ. αβαρία·
- έχω αγαθή διάθεση ή έχω αγαθές διαθέσεις, βλ. λ. διάθεση·
- έχω αγαθή πρόθεση ή έχω αγαθές προθέσεις, βλ. λ. πρόθεση·
- έχω αγαμίες, βλ. λ. αγαμία·
- έχω άγρια δίψα ή έχω άγριες δίψες, βλ. λ. δίψα·
- έχω άγρια πείνα ή έχω άγριες πείνες, βλ. λ. πείνα·
- έχω άδεια ή έχω την άδεια (κάποιου), βλ. λ. άδεια·
- έχω άδεια ή έχω την άδειά μου, βλ. λ. άδεια·
- έχω άδεια τ’ αμπάρια, βλ. λ. αμπάρι·
- έχω αδεκαρίες, βλ. λ. αδεκαρία·
- έχω άδικο, βλ. λ. άδικος·
- έχω αδυναμία, βλ. λ. αδυναμία·
- έχω αέρα ή έχω έναν αέρα! βλ. λ. αέρας·
- έχω ακεφιά ή έχω ακεφιές, βλ. λ. ακεφιά·
- έχω αλισβερίσι (με κάποιον ή με κάτι), βλ. λ.αλισβερίσι·
- έχω αλμπενί, βλ. λ. αλμπενί·
- έχω αμυγδαλές ή έχω τις αμυγδαλές μου, βλ. λ. αμυγδαλές·
- έχω αναβολή, βλ. λ. αναβολή·
- έχω ανάγκες, βλ. λ. ανάγκη·
- έχω ανάγκη, βλ. λ. ανάγκη·
- έχω ανάγκη από…, βλ. λ. ανάγκη·
- έχω αναγούλα ή έχω αναγούλες, βλ. λ.αναγούλα·
- έχω ανακάτωμα, βλ. λ. ανακάτωμα·
- έχω αναπαραδιές, βλ. λ. αναπαραδιά·
- έχω Ανάσταση, βλ. λ. Ανάστάση·
- έχω ανάστημα, βλ. λ. ανάστημα·
- έχω άνεση, βλ. λ. άνεση·
- έχω άνεση κινήσεων, βλ. λ. άνεση·
- έχω άνεση χρόνου, βλ. λ. άνεση·
- έχω άνεση χώρου, βλ. λ. άνεση·
- έχω ανοιχτές παρτίδες (με κάποιον), βλ. λ. παρτίδα·
- έχω ανοιχτούς λογαριασμούς (με κάποιον), βλ. λ. λογαριασμός·
- έχω αντίληψη, βλ. λ. αντίληψη·
- έχω άντρα, (για γυναίκες) βλ. λ. άντρα·
- έχω απενταρίες, βλ. λ. απενταρία·
- έχω απωθημένα, βλ. λ. απωθημένο·
- έχω ατάκα, βλ. λ. ατάκα·
- έχω ατσιγαρίες, βλ. λ. ατσιγαρία·
- έχω αφραγκίες, βλ. λ. αφραγκία·
- έχω αψιλίες, βλ. λ. αψιλία·
- έχω βαβά, βλ. λ. βαβά·
- έχω βάρος στη συνείδησή μου, βλ. λ. συνείδηση·
- έχω βαρύ κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- έχω βαρύ στομάχι, βλ. λ. στομάχι·
- έχω βιτρίνα, βλ. λ. βιτρίνα·
- έχω βλέψεις, βλ. λ. βλέψη·
- έχω βρει τη βολή μου, βλ. λ. βολή1·
- έχω βύσμα, βλ. λ. βύσμα·
- έχω γεμάτα τ’ αμπάρια, βλ. λ. αμπάρι·
- έχω γερά χαρτιά, βλ. λ. χαρτί·
- έχω γερές βάσεις, βλ. λ. βάση·
- έχω γερές πλάτες, βλ. λ. πλάτη·
- έχω γερό δόντι, βλ. λ. δόντι·
- έχω γερό κόζι, βλ. λ. κόζι·
- έχω για καμάρι, βλ. λ. καμάρι·
- έχω για ρεζέρβα ή έχω ρεζέρβα, βλ. λ. ρεζέρβα·
- έχω γιαγκίνι στην καρδιά, βλ. λ. γιαγκίνι·
- έχω γκελ, βλ. λ. γκελ·
- έχω γκίνια, βλ. λ. γκίνια·
- έχω γλείψιμο, βλ. λ. γλείψιμο·
- έχω γούστα, βλ. λ. γούστο·
- έχω γούστο, βλ. λ. γούστο·
- έχω γυναίκα, (για άντρες) βλ. λ. γυναίκα·
- έχω γύρισμα, βλ. λ. γύρισμα·
- έχω γύρω μου, βλ. λ. γύρω·
- έχω δει πολλά, βλ. λ. πολύς·
- έχω δεσμό, βλ. λ. δεσμό·
- έχω διάθεση, βλ. λ. διάθεση·
- έχω διαλυθεί, βλ. λ. διαλύομαι·
- έχω δικαίωμα ή έχω το δικαίωμα, βλ. λ.δικαίωμα·
- έχω δικαστήριο, βλ. λ. δικαστήριο·
- έχω δίκη, βλ. λ. δίκη·
- έχω δίκιο, αλλά που θα το βρω, βλ. λ. δίκιο·
- έχω δίκιο βουνό, βλ. λ. δίκιο·
- έχω δικό μου κεραμίδι, βλ. λ. κεραμίδι·
- έχω διορία, βλ. λ. διορία·
- έχω δόντι, βλ. λ. δόντι·
- έχω δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έχω δουλειά με το τσουβάλι, βλ. λ. δουλειά·
- έχω δουλειά του σκοτωμού, βλ. λ. δουλειά·
- έχω δύναμη, βλ. λ. δύναμη·
- έχω εκπομπή, βλ. λ. εκπομπή·
- έχω ελαφρύ ύπνο ή έχω ύπνο ελαφρύ, βλ. λ.ύπνος·
- έχω ελευθερία κινήσεων, βλ. λ. κίνηση·
- έχω έμπνευση, βλ. λ. έμπνευση·
- έχω εμπιστοσύνη στον εαυτό μου, βλ. λ. εαυτός·
- έχω έν’ αγγούρι στον κώλο, βλ. λ. αγγούρι·
- έχω εν’ αγκάθι στη καρδιά, βλ. λ. αγκάθι·
- έχω εν’ αγκάθι στο μυαλό, βλ. λ. αγκάθι·
- έχω ένα βάρος στην καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- έχω ένα βάρος στην ψυχή, βλ. λ. ψυχή·
- έχω ένα ζόρι! ή έχω κάτι ζόρια! βλ. λ. ζόρι·
- έχω ένα καρφί στην καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- έχω ένα σίγουρο, βλ. λ. σίγουρος·
- έχω ένα τσιβί, βλ. λ. τσιβί·
- έχω έναν αέρα, βλ. λ. αέρας·
- έχω έναν άσο στο μανίκι ή έχω κάποιο άσο στο μανίκι, βλ. λ. άσος·
- έχω έναν κόμπο στο λαιμό, βλ. λ. κόμπος·
- έχω ενεργητικό, βλ. λ. ενεργητικό·
- έχω εξάψεις, βλ. λ. έξαψη·
- έχω εξετάσεις, βλ. λ. εξέταση·
- έχω επαφή (και για τα δυο φύλα), βλ. λ. επαφή·
- έχω επαφή ή έχω επαφές, βλ. λ. επαφή·
- έχω επιτυχία, βλ. λ. επιτυχία·
- έχω επιτυχίες, (και για τα δυο φύλα) βλ. λ.επιτυχία·
- έχω επιφάνεια, βλ. λ. επιφάνεια·
- έχω έρθει, βλ. λ. ήρθα·
- έχω ευκαιρία, βλ. λ. ευκαιρία·
- έχω ζάρι, βλ. λ. ζάρι·
- έχω ζήτηση, βλ. λ. ζήτηση·
- έχω ζόρι, βλ. λ. ζόρι·
- έχω ζόρια, βλ. λ. ζόρι·
- έχω ζοχάδες, βλ. λ. ζοχάδα·
- έχω ήσυχη τη συνείδησή μου ή έχω τη συνείδησή μου ήσυχη, βλ. λ. συνείδηση·
- έχω ήσυχο το κεφάλι μου ή έχω το κεφάλι μου ήσυχο, βλ. λ. κεφάλι·
- έχω θηλυκό μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- έχω ιδίαν αντίληψη, βλ. λ. αντίληψη·
- έχω κάβα, βλ. λ. κάβα·
- έχω καθαρή τη συνείδησή μου ή έχω τη συνείδησή μου καθαρή, βλ. λ. συνείδηση·
- έχω καθαρό κούτελο, βλ. λ. κούτελο·
- έχω καθαρό μέτωπο, βλ. λ. μέτωπο·
- έχω (έχουμε) καιρό, βλ. λ. καιρός·
- έχω καιρό να..., βλ. λ. καιρός·
- έχω καιρό μπροστά μου, βλ. λ. καιρός·
- έχω κακά προηγούμενα (με κάποιον), βλ. λ.προηγούμενο·
- έχω κακιά πείρα, βλ. λ. πείρα·
- έχω κακό γιαρά, βλ. λ. γιαράς·
- έχω κακό σημάδι, βλ. λ. σημάδι·
- έχω καλές βάσεις, βλ. λ. βάση·
- έχω καλή διάθεση ή έχω καλές διαθέσεις, βλ. λ. διάθεση·
- έχω καλή πρόθεση ή έχω καλές προθέσεις, βλ. λ. πρόθεση·
- έχω καλό σεφτέ, βλ. λ. σεφτές·
- έχω καλό σημάδι, βλ. λ. σημάδι·
- έχω καλό σκοπό, βλ. λ. σκοπός·
- έχω καπατμά, βλ. λ. καπατμάς·
- έχω κάργα δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έχω καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- έχω καρδιά ή έχω την καρδιά μου, βλ. λ.καρδιά·
- έχω κατά μέρος, βλ. λ. μέρος·
- έχω κατά νου να…, βλ. λ. νους·
- έχω κατεβασμένο το τηλέφωνο, βλ. λ. τηλέφωνο·
- έχω κάτι πείνες! βλ. λ. πείνα·
- έχω κάτι φεγγάρια να…, βλ. λ. φεγγάρι·
- έχω κενή ώρα, βλ. λ. ώρα·
- έχω κενό, βλ. λ. κενός·
- έχω κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- έχω κέφι ή έχω κέφια, βλ. λ. κέφι·
- έχω κι άλλα χαρτιά, βλ. λ. χαρτί·
- έχω κλείσει σαν γυναίκα, βλ. λ. γυναίκα·
- έχω κονέ, βλ. λ. κονέ·
- έχω κοντρόλ, βλ. λ. κοντρόλ·
- έχω κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- έχω κότσια ή έχω τα κότσια, βλ. λ. κότσι·
- έχω κουμάντο, βλ. λ. κουμάντο·
- έχω κουράγιο, βλ. λ. κουράγιο·
- έχω κρίση, βλ. λ. κρίση·
- έχω κρίση ταυτότητας, βλ. λ. κρίση·
- έχω κρυάδες, βλ. λ. κρυάδα·
- έχω κρυμμένο μπαλαντέρ, βλ. λ. μπαλαντέρ·
- έχω κρυφό άσο, βλ. λ. άσος·
- έχω κωλάθρα, βλ. λ. κωλάθρα·
- έχω κώλο, βλ. λ. κώλος·
- έχω κώλο εγώ! βλ. λ. κώλος·
- έχω λάβρα στην καρδιά, βλ. λ. λάβρα·
- έχω λαιμά ή έχω τα λαιμά μου, βλ. λ. λαιμά·
- έχω λάστιχο, βλ. λ. λάστιχο·
- έχω λογαριασμό, βλ. λ. λογαριασμός·
- έχω λόγο, βλ. λ. λόγος·
- έχω λόρδα ή έχω μια λόρδα! βλ. λ. λόρδα·
- έχω λόρδες ή έχω κάτι λόρδες! βλ. λ. λόρδα·
- έχω μαγιά, βλ. λ. μαγιά·
- έχω μαζεμένη την ουρά μου, βλ. λ. ουρά·
- έχω μάθημα, βλ. λ. μάθημα·
- έχω μαλλί να ξάνω, βλ. λ. μαλλί·
- έχω μεγάλη βράση ή έχω τέτοια βράση! βλ. λ. βράση·
- έχω μεγάλη φωτιά ή έχω φωτιά μεγάλη, βλ. λ.φωτιά·
- έχω μεγάλο δόντι, βλ. λ. δόντι·
- έχω μεγάλο στομάχι, βλ. λ. στομάχι·
- έχω μεγάλο χάλι, βλ. λ. χάλι·
- έχω μείνει μισός ή έχω μείνει ο μισός, βλ. λ. μισός·
- έχω μέλλον ακόμα, βλ. λ. μέλλον·
- έχω μέσο, βλ. λ. μέσο·
- έχω μια άλφα περιουσία, βλ. λ. άλφα·
- έχω μια βίζιτα μέσα, βλ. λ. βίζιτα·
- έχω μια πείνα! βλ. λ. πείνα·
- έχω μια σκορδοκαΐλα! βλ. λ. σκορδοκαΐλα·
- έχω μια (φαεινή) ιδέα, βλ. λ. ιδέα·
- έχω μούρη, βλ. λ. μούρη·
- έχω μπελάδες, βλ. λ. μπελάς·
- έχω μπόι, βλ. λ. μπόι·
- έχω μπουγάδα. βλ. λ. μπουγάδα·
- έχω μύτη εγώ! βλ. λ. μύτη·
- έχω να κάνω ή έχω να το κάνω, βλ. φρ. έχω να λέω·
- έχω να κάνω με…, αντιμετωπίζω: «έχω να κάνω με καταχθόνιο άνθρωπο || έχω να κάνω με πολύ δύσκολη δουλειά»· βλ. κα φρ. έχει να κάνει με(…)·
- έχω να λέω ή έχω να το λέω, βλ. λ. λέω·
- έχω να πω (κάτι), βλ. λ. είπα·
- έχω να σου πω δυο λόγια (λογάκια), βλ. λ. λόγος·
- έχω να φάω ακόμα καρβέλια ή έχω να φάω καρβέλια ακόμα, βλ. λ. καρβέλι·
- έχω να φάω ακόμα ψωμιά ή έχω να φάω πολλά ψωμιά ακόμα, βλ. λ. ψωμί·
- έχω νεφρά ή έχω τα νεφρά μου, βλ. λ. νεφρό·
- έχω νορμάλ δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έχω νταραβέρι, βλ. λ. νταραβέρι·
- έχω νταραβέρια, βλ. λ. νταραβέρι·
- έχω ντεπούτο, βλ. λ. ντεπούτο·
- έχω ντέρτι στην καρδιά, βλ. λ. ντέρτι·
- έχω όλη την καλή διάθεση, βλ. λ. διάθεση·
- έχω όλη την καλή πρόθεση, βλ. λ. πρόθεση
- έχω πάθει στερητικό, βλ. λ. στερητικός·
- έχω παθητικό, βλ. λ. παθητικό·
- έχω παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- έχω παλιούς λογαριασμούς (με κάποιον), βλ. λ. λογαριασμός·
- έχω παράδοση (σε κάτι), βλ. λ. παράδοση·
- έχω παρηγοριά, βλ. λ. παρηγοριά·
- έχω παρτίδες (με κάποιον), βλ. λ. παρτίδα·
- έχω πάστρα, βλ. λ. πάστρα·
- έχω πάτημα, βλ. λ. πάτημα·
- έχω πείρα της ζωής, βλ. λ. πείρα·
- έχω πείρα του πράγματος, βλ. λ. πείρα·
- έχω περί πολλού (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. πολύς·
- έχω περιορισμένο χρόνο, βλ. λ. χρόνος·
- έχω πίεση χρόνου, βλ. λ. χρόνος·
- έχω πίκρα στην καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- έχω πίκρα στην ψυχή, βλ.λ. ψυχή·
- έχω πικρή πείρα, βλ. λ. πείρα·
- έχω πισινή, βλ. λ. πισινή·
- έχω πίσω μου (κάποιον), βλ. λ. πίσω·
- έχω πολύ αέρα, βλ. λ. αέρας·
- έχω πολύ δρόμο ακόμα, βλ. λ. δρόμος·
- έχω πολύ περιωπής (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. περιωπή·
- έχω πονηρό σκοπό, βλ. λ. σκοπός·
- έχω πρεμούρα, βλ. λ. πρεμούρα·
- έχω πρόβλημα (με κάτι), βλ. λ. πρόβλημα·
- έχω πρόβλημα (με κάποιον), βλ. λ. πρόβλημα·
- έχω πρόγραμμα ή έχω στο πρόγραμμα, βλ. λ. πρόγραμμα·
- έχω πρόσωπο ή έχω πρόσωπο στην κοινωνία, βλ. λ. πρόσωπο·
- έχω πρωτιά ή έχω την πρωτιά, βλ. λ. πρωτιά·
- έχω ράμματα για τη γούνα του, βλ. λ. ράμμα·
- έχω ρέγουλα ή έχω τη ρέγουλά μου, βλ. λ.ρέγουλα·
- έχω ρέντα, βλ. λ. ρέντα·
- έχω ρόδα, βλ. λ. ρόδα·
- έχω σαράντα πυρετό, βλ. λ. πυρετός·
- έχω σε δεύτερη μοίρα (κάτι), βλ. λ. μοίρα·
- έχω σε πρώτη μοίρα (κάτι), βλ. λ. μοίρα·
- έχω σε τελευταία μοίρα (κάτι), βλ. λ. μοίρα·
- έχω σεβντά, βλ. λ. σεβντάς·
- έχω σερί δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έχω σερμαγιά, βλ. λ. σερμαγιά·
- έχω σημάδι, βλ. λ. σημάδι·
- έχω σίγουρη θέση, βλ. λ. θέση·
- έχω σίδερο, βλ. λ. σίδερο·
- έχω σίδερο βουνό (για νοικοκυρές), βλ. λ. σίδερο·
- έχω σκοπό, βλ. λ. σκοπός·
- έχω σκοτούρα στο κεφάλι μου ή έχω σκοτούρες στο κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- έχω σκοτούρα στο μυαλό μου ή έχω σκοτούρες στο μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- έχω σοβαρή πρόθεση ή έχω σοβαρές προθέσεις, βλ. λ. πρόθεση·
- έχω σοβαρό σκοπό, βλ. λ. σκοπός·
- έχω σουξέ, βλ. λ. σουξέ·
- έχω σούφρα, βλ. λ. σούφρα·
- έχω σπαρίλα ή έχω σπαρίλες, βλ. λ. σπαρίλα·
- έχω στα καλούπια (κάτι), βλ. λ. καλούπι·
- έχω στα όπα όπα (κάποιον), βλ. λ. όπα·
- έχω στα σκαριά (σκαριά), βλ. λ. σκαρί·
- έχω στα σκαριά μια δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έχω στα υπόψη (μου), βλ. λ. υπόψη·
- έχω στα χέρια μου (κάτι), βλ. λ. χέρι·
- έχω στη μνήμη μου (κάτι), βλ. λ. μνήμη·
- έχω στη ρεζέρβα, βλ. λ. ρεζέρβα·
- έχω στην άκρη, βλ. λ. άκρη·
- έχω στην εξουσία μου, βλ. λ. εξουσία·
- έχω (στην) καβάτσα, βλ. λ. καβάτζα·
- έχω στην μπάντα, βλ. λ. μπάντα·
- έχω στην τσέπη μου κάτι, βλ. λ. τσέπη·
- έχω στο μάτι, βλ. λ. μάτι·
- έχω στο μυαλό μου, βλ. λ. μυαλό·
- έχω στο μυαλό μου να…, βλ. λ. μυαλό·
- έχω στο νου μου, βλ. λ. νους·
- έχω στο νου μου να…, βλ. λ. νους·
- έχω στο περιθώριο, βλ. λ. περιθώριο·
- έχω στο πλευρό μου (κάποιον ή κάποιους), βλ. λ. πλευρό·
- έχω στομάχι ή έχω το στομάχι μου, βλ. λ.στομάχι·
- έχω στόχο, βλ. λ. στόχος·
- έχω συμφέρον, βλ. λ. συμφέρον·
- έχω στο συρτάρι, βλ. λ. συρτάρι·
- έχω σφίξιμο, βλ. λ. σφίξιμο·
- έχω τ’ απάνω χέρι, βλ. λ. απάνω·
- έχω τ’ αφτιά μου, βλ. λ. αφτί·
- έχω τ’ αφτιά μου ανοιχτά ή έχω ανοιχτά τ’ αφτιά μου, βλ. λ. αφτί·
- έχω τ’ αφτιά μου βουλωμένα ή έχω βουλωμένα τ’ αφτιά μου, βλ. λ. αφτί·
- έχω τ’ αφτιά μου κλεισμένα ή έχω τ’ αφτιά μου κλειστά, βλ. λ. αφτί·
- έχω τ’ αφτιά μου κλειστά ή έχω κλειστά τ’ αφτιά μου, βλ. λ. αφτί·
- έχω τ’ αφτιά μου τεντωμένα ή έχω τεντωμένα τ’ αφτιά μου, βλ. λ. αφτί·
- έχω τ’ όνομά μου, βλ. λ. όνομα·
- έχω τα δαιμόνιά μου, βλ. λ. δαιμόνιο·
- έχω τα δικά μου, βλ. λ. δικός·
- έχω τα κέφια μου, βλ. λ. κέφι·
- έχω τα κουσούρια μου, βλ. λ. κουσούρι·
- έχω τα λαιμά μου, βλ. λ. λαιμά·
- έχω τα μάτια μου ανοιχτά ή έχω ανοιχτά τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- έχω τα μάτια μου κλεισμένα ή έχω κλεισμένα τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι· 
- έχω τα μάτια μου κλειστά ή έχω κλειστά τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- έχω τα μάτια μου τέσσερα (δεκατέσσερα, είκοσι τέσσερα), βλ. λ. μάτι·
- έχω τα μαύρα μου τα χάλια ή έχω το μαύρο μου το χάλι, βλ. λ. χάλι·
- έχω τα μέσα, βλ. λ. μέσο·
- έχω τα μπουρίνια μου, βλ. λ. μπουρίνι·
- έχω τα νεύρα μου, βλ. λ. νεύρο·
- έχω τα νεύρα πάνω απ’ το κεφάλι μου ή έχω τα νεύρα μου πάνω απ’ το κεφάλι, βλ. λ. νεύρο·
- έχω τα νευράκια μου, βλ. λ. νευράκι·
- έχω τα ντουζένια μου, βλ. λ. ντουζένι·
- έχω τα όπλα, βλ. λ. όπλο·
- έχω τα πρωτεία, βλ. λ. πρωτεία·
- έχω τα ρούχα μου, βλ. λ. ρούχο·
- έχω τα φώτα, βλ. λ. φως·
- έχω τα χέρια μου δεμένα ή έχω δεμένα τα χέρια μου, βλ. λ. χέρι·
- έχω τεμπελιές, βλ. λ. τεμπελιά·
- έχω τέντα, βλ. λ. τέντα·
- έχω τέτοια βράση! βλ. λ. βράση·
- έχω τη βολή μου, βλ. λ. βολή1·
- έχω τη γιορτή μου, βλ. λ. γιορτή·
- έχω τη γνώμη, βλ. λ. γνώμη·
- έχω τη γραμμή μου, βλ. λ. γραμμή·
- έχω τη διάθεση, βλ. λ. διάθεση·
- έχω τη μπάνκα, βλ. λ. μπάνκα·
- έχω την άδειά μου, βλ. λ. άδεια·
- έχω την ανάγκη μου, βλ. λ. ανάγκη·
- έχω την ανάγκη σου, βλ. λ. ανάγκη·
- έχω την ανάγκη του, βλ. λ. ανάγκη·
- έχω την έγνοιά του, βλ. λ. έγνοια·
- έχω (την) είδηση, βλ. λ. είδηση·
- έχω την εντύπωση, βλ. λ. εντύπωση·
- έχω την εξουσία, βλ. λ. εξουσία·
- έχω την ευτυχία να…, βλ. λ. ευτυχία·
- έχω την ιδέα, βλ. λ. ιδέα·
- έχω την κάσα, βλ. λ. κάσα·
- έχω την τιμή να…, βλ. λ. τιμή·
- έχω την τύχη με το μέρος μου, βλ. λ. τύχη·
- έχω την υποχρέωση, βλ. λ. υποχρέωση·
- έχω τίγκα δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έχω τις αδυναμίες μου, βλ. λ. αδυναμία·
- έχω τις αραξιές μου, βλ. λ. αραξιά·
- έχω τις βάσεις, βλ. λ. βάση·
- έχω τις ζοχάδες μου, βλ. λ. ζοχάδα·
- έχω τις κακές μου, βλ. λ. κακός·
- έχω τις καλές μου, βλ. λ. καλός·
- έχω τις κλειστές μου, βλ. λ. κλειστός·
- έχω τις σφιχτές μου, βλ. λ. σφιχτός·
- έχω το ανάστημα, βλ. λ. ανάστημα·
- έχω το δίκιο με το μέρος μου, βλ. λ. δίκιο·
- έχω το ελεύθερο να…, βλ. λ. ελεύθερος·
- έχω το θάρρος της γνώμης, βλ. λ. θάρρος·
- έχω το καπέλο μου στραβά ή έχω στραβά το καπέλο μου, βλ. λ. καπέλο·
- έχω το κεφάλι χαμηλά ή έχω χαμηλά το κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- έχω το κεφάλι ψηλά ή έχω ψηλά το κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- έχω το κοντρόλ, βλ. λ. κοντρόλ·
- έχω το κουμάντο, βλ. λ. κουμάντο·
- έχω το κουράγιο, βλ. λ. κουράγιο·
- έχω το λόγο, βλ. λ. λόγος·
- έχω το λόγο μου, βλ. λ. λόγος·
- έχω το λόγο σου; βλ. λ. λόγος·
- έχω το λόγο του, βλ. λ. λόγος·
- έχω το μάτι μου όλο..., βλ. λ. μάτι·
- έχω το μέσο, βλ. λ. μέσο·
- έχω το μέτωπο ψηλά ή έχω ψηλά το μέτωπο, βλ. λ. μέτωπο·
- έχω το μυαλό μου όλο…, βλ. λ. μυαλό·
- έχω το μυαλό μου (σε κάποιον ή σε κάτι), βλ. λ. μυαλό·
- έχω το νου μου, βλ. λ. νους·
- έχω το νου μου (σε κάποιον ή σε κάτι), βλ. λ. νους·
- έχω το πάνω χέρι, βλ. λ. χέρι·
- έχω το πρόγραμμά μου, βλ. λ. πρόγραμμα·
- έχω το σκοπό μου, βλ. λ. σκοπός·
- έχω το στόμα μου βουλωμένο ή έχω βουλωμένο το στόμα μου, βλ. λ. στόμα·
- έχω το στόμα μου κλεισμένο ή έχω κλεισμένο το στόμα μου, βλ. λ. στόμα·
- έχω το στόμα μου κλειστό ή έχω κλειστό το στόμα μου, βλ. λ. στόμα
- έχω το συνήθειο, βλ. λ. συνήθειο·
- έχω το χάλι μου ή έχω το κακό μου το χάλι ή έχω το μαύρο μου το χάλι ή έχω τα χάλια μου ή έχω τα κακά μου τα χάλια ή έχω τα μαύρα μου τα χάλια, βλ. λ. χάλι·
- έχω τον άνθρωπο, βλ. λ. άνθρωπος·
- έχω τον καιρό πρίμα, βλ. λ. καιρός·
- έχω τον κατάλληλο άνθρωπο, βλ. λ. κατάλληλος·
- έχω τον τρόπο μου, βλ. λ. τρόπος·
- έχω τουπέ, βλ. λ. τουπέ·
- έχω τρακ, βλ. λ. τρακ·
- έχω τραπέζι (σε κάποιον ή σε κάποιους), βλ. λ.τραπέζι·
- έχω τράτο, βλ. λ. τράτο·
- έχω τραχανά απλωμένο, τραχανάς·
- έχω τρελή δουλειά ή έχω τρελές δουλειές, βλ. λ. δουλειά·
- έχω τρομερή δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έχω τσιβί στον κώλο μου, βλ. λ. τσιβί·
- έχω τυφλή εμπιστοσύνη (σε κάποιον), βλ. λ.εμπιστοσύνη·
- έχω τύχη, βλ. λ. τύχη·
- έχω τύχη βουνό, βλ. λ. τύχη·
- έχω υπό μάλης, βλ. λ. μάλη·
- έχω υπό τα όπλα, βλ. λ. όπλο·
- έχω υπό την προστασία μου (κάποιον ή κάτι), βλ. λ.προστασία·
- έχω υποχρεώσεις, βλ. λ. υποχρέωση·
- έχω υπόψη μου, βλ. λ. υπόψη·
- έχω φαγούρα, βλ. λ. φαγούρα·
- έχω φαγούρα στην παλάμη, βλ. λ. παλάμη·
- έχω φασαρία ή έχω φασαρίες, βλ. λ. φασαρία·
- έχω φίδι στον κόρφο μου, βλ. λ. φίδι·
- έχω φίλη, (για άντρες) βλ. λ. φίλος·
- έχω φίλο, (για γυναίκες) βλ. λ. φίλος·
- έχω φίσκα δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έχω φοβερή δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έχω φόρτε, βλ. λ. φόρτε·
- έχω φούρκα, βλ. λ. φούρκα·
- έχω φουρτούνα στο κεφάλι μου ή έχω φουρτούνες στο κεφάλι, βλ. λ. φουρτούνα·
- έχω φτώχιες, βλ. λ. φτώχια·
- έχω φύγει, βλ. λ. φεύγω·
- έχω φύλλο, βλ. λ. φύλλο·
- έχω φωτιά στην καρδιά, βλ. λ. φωτιά·
- έχω χαμπάρι, βλ. λ. χαμπάρι·
- έχω χάσει την μπάλα, βλ. λ. μπάλα·
- έχω χειρουργείο, βλ. λ. χειρουργείο·
- έχω χρέος να…, βλ. λ. χρέος·
- έχω χρόνο μπροστά μου, βλ. λ. χρόνος·
- έχω ψηλά τον αμανέ, βλ. λ. αμανές·
- η γριά η κότα έχει το ζουμί, βλ. λ. ζουμί·
- η νίκη έχει πολλούς πατέρες, η ήττα κανέναν ή η νίκη έχει πολλούς πατέρες, η ήττα είναι ορφανή, βλ. λ. πατέρας·
- η νύχτα έχει αφτιά κι η μέρα έχει μάτια, βλ. λ. μάτι·
- η παλιά η κότα έχει το ζουμί, βλ. λ. ζουμί·
- η τιμή τιμή δεν έχει (και χαρά στον που την έχει), βλ. λ. τιμή·
- θα είχατε την καλοσύνη να… ή θα είχατε την ευγενή καλοσύνη να…, βλ. λ. καλοσύνη·
- θα το ’χω υπόψη μου, βλ. λ. υπόψη·
- θα ’χει και δεύτερο ημίχρονο, βλ. λ. ημίχρονο·
- θα ’χουμε αναγούλες, βλ. λ. αναγούλα·
- θα ’χουμε ανατριχίλες, βλ. λ. ανατριχίλα·
- θα ’χουμε αρραβώνες, βλ. λ. αρραβώνας·
- θα ’χουμε αρραβωνιάσματα, βλ. λ. αρραβώνιασμα·
- θα ’χουμε άσχημα ξεμπερδέματα ή θα ’χουμε κακά ξεμπερδέματα, βλ. λ. ξεμπέρδεμα·
- θα ’χουμε λαχτάρες, βλ. λ. λαχτάρα·
- θα ’χουμε νταραβέρια, βλ. λ. νταραβέρι·
- θα ’χουμε νταραβερίσματα, βλ. λ. νταραβέρισμα·
- θα ’χουμε ταραχή, βλ. λ. ταραχή·
- θα ’χω υπόψη μου, βλ. λ. υπόψη·
- θέλει να ’χει πάντα την τελευταία λέξη, βλ. λ. λέξη·
- θέλει να ’χει πάντα τον τελευταίο λόγο, βλ. λ. λόγος·
- θέλω να γενώ καλόγερος να σώσω την ψυχή μου, μα δε μ’ αφήνει ο διάβολος που ’χω μέσ’ στο βρακί μου, βλ. λ. διάβολος·
- ιδέα δεν έχω, βλ. λ. ιδέα·
- καβούρια έχεις; βλ. λ. καβούρι·
- καημό το ’χω, βλ. λ. καημός·
- κάθε ακαμάτρα και τρελή έχει την τύχη την καλή, βλ. λ. ακαμάτης·
- κάθε γέρος την πορδή του την έχει μόσκο, βλ. λ. γέρος·
- κάθε ξύλο έχει τον καπνό του, βλ. λ. καπνός1·
- καθένας εις το είδος του έχει και την αξιάδα, βλ. λ. είδος·
- και οι τοίχοι έχουν αφτιά, βλ. λ. τοίχος·
- (και) τι δεν έχει! (για πρόσωπα) α. έχει μεγάλη ποσότητα, μεγάλη ποικιλία: «έχει πολλά λεφτά ο τάδε; -Και τι δεν έχει! Λεφτά, λίρες, ακίνητα, ομόλογα!». β. πάσχει από πολλές και διάφορες ασθένειες: «είδα που πηγαίνατε τον παππού σας στο νοσοκομείο, τι έχει; -Και τι δεν έχει! Καρδιά, στομάχι, ουρία!». γ. (για μαγαζιά, καταστήματα) διαθέτει μεγάλη ποικιλία αγαθών: «και τι δεν έχει αυτό το σούπερ μάρκετ! Από καρφίτσα μέχρι αεροπλάνο, που λέει ο λόγος»·
- (και) τι σχέση έχει; βλ. λ. σχέση·
- και το μυρμήγκι έχει το βάρος του, βλ. λ. μυρμήγκι·
- καιρό έχω να…, βλ. λ. καιρός·
- κάλλιο το ’χω να..., βλ. λ. κάλλιο·
- καλύτερα το ’χω να… ή το ’χω καλύτερα να…, βλ. λ. καλύτερος·
- καν ψωμί δεν είχαμε και πούτσα μέχρι το γόνα, βλ. λ. πούτσα·
- κανείς δεν ξέρει τι κουκούτσι έχει το αυριανό βερίκοκο, βλ. λ. κουκούτσι·
- καρφιά έχει η καρέκλα σου; βλ. λ. καρφί·
- καρφιά έχει η καρέκλα του, βλ. λ. καρφί·
- καρφιά έχει ο κώλος σου; βλ. λ. καρφί·
- καρφιά έχει ο κώλος του, βλ. λ. καρφί·
- κέρατα έχει (είχε) αυτός και…, βλ. λ. κέρατο·  
- κι αν τα ’χει κι αν δεν τα ’χει (ενν. τα λεφτά), μου είναι αδιάφορο αν έχει λεφτά το πρόσωπο για το οποίο γίνεται λόγος, γιατί, από τη στιγμή που δεν τα χρησιμοποιεί, δεν τα ξοδεύει, δεν τα γλεντάει, είναι σαν να μην τα έχει. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το να, με παράλληλη κίνηση της παλάμης, που με την κόψη της δείχνει το μέρος των αχαμνών·
- κι είχα ένα ντέρτι! ή κι έχω ένα ντέρτι! ή κι είχαμε ένα ντέρτι! ή κι έχουμε ένα ντέρτι! βλ. λ. ντέρτι·
- κι είχα ένα σεβντά! ή κι είχα ένα σεβντά! ή κι είχαμε ένα σεβντά! ή κι έχουμε ένα σεβντά! βλ. λ. σεβντάς·
- κι είχα έναν γκαϊλέ! ή κι έχω έναν γκαϊλέ! ή κι είχαμε έναν γκαϊλέ! ή κι έχουμε έναν γκαϊλέ! βλ. λ. γκαϊλές·
- κι είχα έναν καημό! ή κι έχω έναν καημό! ή κι είχαμε έναν καημό! ή κι έχουμε έναν καημό! βλ. λ. καημός·
- κι είχα έναν νταλκά! ή κι έχω έναν νταλκά! ή κι είχαμε έναν νταλκά! ή κι έχουμε έναν νταλκά! βλ. λ. νταλκάς·
- κι είχα μια έγνοια! ή κι έχω μια έγνοια! ή κι είχαμε μια έγνοια! ή κι έχουμε μια έγνοια! βλ. λ. έγνοια·
- κι είχα μια καΐλα! ή κι έχω μια καΐλα! ή κι είχαμε μια καΐλα! ή κι έχουμε μια καΐλα! βλ. λ. καΐλα·
- κι είχα μια όρεξη! ή κι έχω μια όρεξη! ή κι είχαμε μια όρεξη! ή κι έχουμε μια όρεξη! βλ. λ. όρεξη·
- κι είχα μια σκασίλα! ή κι έχω μια σκασίλα! ή κι είχαμε μια σκασίλα! ή κι έχουμε μια σκασίλα! βλ. λ. σκασίλα·
- κι είχα μια σκορδοκαΐλα! ή κι έχω μια σκορδοκαΐλα! ή κι είχαμε μια σκορδοκαΐλα! ή κι έχουμε μια σκορδοκαΐλα! βλ. λ. σκορδοκαΐλα·
- κι είχα μια σκοτούρα! ή κι έχω μια σκοτούρα! ή κι είχαμε μια σκοτούρα! η κι έχουμε μια σκοτούρα! βλ. λ. σκοτούρα·
- κι είχα μια στενοχώρια! ή κι έχω μια στενοχώρια! ή κι είχαμε μια στενοχώρια! ή κι έχουμε μια στεναχώρια! βλ. λ. στενοχώρια·
- κι είχα μια φαγούρα! ή κι έχω μια φαγούρα! ή κι είχαμε μια φαγούρα! ή κι έχουμε μια φαγούρα! βλ. λ. φαγούρα·
- κι οι τοίχοι έχουν αφτιά κι οι κάμποι έχουνε μάτια, βλ. λ. μάτι·
- κοιλιά γεμάτη αφτιά δεν έχει, βλ. λ. κοιλιά·
- κουρελού έχετε στην πόρτα σας; ή κουρελού έχετε στο σπίτι σας; βλ. λ. κουρελού·
- λίγο το ’χει! βλ. λ. λίγος·
- λίγο το ’χεις! βλ. λ. λίγος·
- μ’ έχει από αναβολή σ’ αναβολή, βλ. λ. αναβολή·
- μ’ έχει από αύριο σ’ αύριο, βλ. λ. αύριο·
- μ’ έχει από βδομάδα σε βδομάδα, βλ. λ. βδομάδα·
- μ’ έχει από Δευτέρα σε Δευτέρα, βλ. λ. Δευτέρα·
- μ’ έχει από μέρα σε μέρα, βλ. λ. μέρα·
- μ’ έχει από σήμερα σ’ αύριο ή μ’ έχει με το σήμερα με το αύριο, βλ. λ. σήμερα·
- μ’ έχει στα έντεκα βήματα, βλ. λ. βήμα·
- μ’ έχει στη δίαιτα, βλ. λ. δίαιτα·
- μ’ έχει στην κόντρα, βλ. λ. κόντρα·
- μ’ έχει στην πείνα, βλ. λ. πείνα·
- μ’ έχει στήσει, βλ. λ. στήνω·
- μ’ έχει στο κλασέ, βλ. λ. κλασέ·
- μ’ έχει στο κλάσιμο, βλ. λ. κλάσιμο·
- μ’ έχει στο μάτι, βλ. λ. μάτι·
- μ’ έχει στο πέναλτι, βλ. λ. πέναλτι·
- μ’ έχει στο περίμενε, βλ. λ. περιμένω·
- μ’ έχει τρελάνει, βλ. λ. τρελαίνω·
- μ’ έχει τρομάξει, βλ. λ. τρομάζω·
- μ’ έχει φάει, βλ. λ. τρώω·
- μ’ έχει φέρει ως το λαιμό, βλ. λ. λαιμός·
- μ’ έχει φυλακή, βλ. λ. φυλακή·
- μ’ έχουν κατά μέρος, βλ. λ. μέρος·
- μ’ έχουν στη δίαιτα, βλ. λ. δίαιτα·
- μ’ έχουν στην άκρη, βλ. λ. άκρη·
- μ’ έχουν στην απέξω, βλ. λ. απέξω·
- μ’ έχουν στην μπάντα, βλ. λ. μπάντα·
- μ’ έχουν τραπέζι, βλ. λ. τραπέζι·
- μα (και) ξεμά δεν έχει, βλ. λ. μα1·
- μανία που την έχει! βλ. λ. μανία·
- με δικό σου άνθρωπο φάε και πιες, αλισβερίσι μην έχεις, βλ. λ. αλισβερίσι·
- με τα μυαλά που έχει, θα το φάει το κεφάλι του ή με το μυαλό που έχει, θα το φάει το κεφάλι του, βλ. λ. μυαλό·
- μεζές που δεν ποτίζεται, δεν έχει χάρη, βλ. λ.μεζές·
- μετρημό δεν έχουν, βλ. λ. μετρημός·
- μια ζωή την έχουμε, βλ. λ. ζωή·
- μου ’χει κάνει άσπρα τα μαλλιά, βλ. λ. μαλλί·
- μου ’χει κάνει μαύρη την καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- μου ’χει κάψει την καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- μου ’χει πάρει την καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- μου ’χει πολλά καμωμένα, βλ. λ. καμωμένα·
- μου την έχει σβουρίξει, βλ. λ. σβουρίζω·
- μου την έχουν στημένη, βλ. λ. στημένος·
- μου την έχουν στημένη τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- μπερντέ έχετε στην πόρτα σας; ή μπερντέ έχετε στο σπίτι σας; βλ. λ. μπερντέ·
- να σ’ είχα από καμιά μεριά! βλ. λ. μεριά·
- να σ’ έχει να σε χαίρεται! βλ. λ. χαίρομαι·
- να το ’χεις στο μυαλό σου, βλ. λ. μυαλό·
- να το ’χεις στο νου σου, βλ. λ. νους·
- να ’χα τα νιάτα σου! βλ. λ. νιάτα·
- να ’χα πουτάνας ριζικό, να ’χα ακαμάτρας μοίρα, βλ. λ. ακαμάτης·
- να ’χαμε να λέγαμε, έκφραση που δηλώνει πως η κουβέντα που γίνεται δεν έχει καμιά σοβαρότητα, αλλά γίνεται μόνο και μόνο για να περάσει η ώρα: «πιάσαμε την κουβέντα για διάφορα θέματα και να ’χαμε να λέγαμε || αρχίσαμε να κατηγορούμε όποιον θυμόμασταν και να ’χαμε να λέγαμε»·
- να ’χαν οι κουρούνες γνώση, να μας έδιναν καμπόση, βλ. λ. κουρούνα·
- να ’χει χάρη που…, βλ. λ. χάρη·
- να ’χεις την ευχή μου μέσ’ απ’ το βρακί μου, βλ. λ.ευχή·
- να ’χεις χάρη τον…, βλ. λ. χάρη·
- να ’χουμε και το νου μας ή να ’χουμε το νου μας, βλ. λ. νους·
- ξέρει η μάνα μας να φτιάσει πίτα, μα σαν έχει αλεύρι, βλ. λ. μάνα·
- ξέρει τι έχει ο βλάχος στο ντουρβά του, βλ. λ. βλάχος·
- ο διάβολος γίδια δεν είχε και τυρί επούλαγε, βλ. λ. διάβολος·
- ο θυμός μάτια δεν έχει, βλ. λ. θυμός·
- ο καθένας την πορδή του μοσχολίβανο την έχει, βλ. λ. πορδή·
- ο καλός ο λόγος έξοδα δεν έχει κι αποδίδει πολλά, βλ. λ. λόγος·
- ο κόσμος το ’χει τούμπανο κι αυτός κρυφό καμάρι, βλ. λ. κόσμος·
- ο κουβαλητής θυμάται το Θεό, μόνο όταν έχει το φορτίο στον ώμο του, βλ. λ. κουβαλητής·
- ο λωλός κουδούνια έχει, μοναχός του τα λαλάει, βλ. λ. λωλός·
- ο μεγάλος ανήφορος έχει και μεγάλο κατήφορο, βλ. λ. κατήφορος·
- ο πλούσιος έχει τα φλουριά και ο φτωχός τα γλέντια, βλ. λ. γλέντι·
- ο φαλακρός ψείρες δεν έχει, βλ. λ. ψείρα·
- ο χωριάτης άγιος κι αν γενεί, σκατένια έχει χάρη, βλ. λ. χωριάτης·
- οι γύφτοι τα μαλώματα, τα ’χουνε πανηγύρι, βλ. λ. γύφτος·
- οι έχοντες και κατέχοντες, βλ. λ. κατέχω·
- όλα έχουν ένα τέλος, βλ. λ. τέλος·
- όλα τα γουρούνια έχουν την ίδια μούρη, βλ. λ. γουρούνι·
- όλα τα γουρούνια, μια μύτη έχουνε, βλ. λ. γουρούνι·
- όλα τα ’χε η Μαριωρή (η Ζαφειρίτσα), ο φερετζές της έλειπε (τη μάρανε) ή όλα τα ’χει η Μαριωρή (η Ζαφειρίτσα), ο φερετζές της έλειπε (τη μάρανε), βλ. λ. φερετζές·
- όλα τα ’χει ο μπαξές, βλ. λ. μπαξές·
- όλα τα ’χει το πανέρι, βλ. λ. πανέρι·
- όλοι έχουν την τιμή τους, βλ. λ. τιμή·
- όποιος δουλεύει βασιλιά, πρέπει το νου του να ’χει, βλ. λ. βασιλιάς·
- όποιος έχει λεφτά, φυσάει και τη φλογέρα, βλ. λ. λεφτά·
- όποιος έχει μάτια, βλέπει, βλ. λ. μάτι·
- όποιος έχει νουνό, τρώει κουλούρι, βλ. λ. νονός·
- όποιος έχει πολύ βούτυρο, αλείφει και τον κώλο του, βλ. λ. βούτυρο·
- όποιος έχει πολύ βούτυρο, βάζει και στα λάχανα, βλ. λ. βούτυρο·
- όποιος έχει πολύ πιπέρι, βάζει και στα λάχανα, βλ. λ. πιπέρι·
- όποιος έχει πολύ πιπέρι, βάζει και στον κώλο του, βλ. λ. πιπέρι·
- όποιος έχει τα γένια, έχει και τα χτένια, βλ. λ. γένια·
- όποιος έχει τη μύγα, μυγιάζεται, βλ. λ. μύγα·
- όποιος έχει φίλο εκλεκτό, έχει μεγάλο θησαυρό, βλ. λ. φίλος·
- όποιος έχει ψώρα και παιδί, στη γειτονιά να μην κατεβεί, βλ. λ. γειτονιά·
- όποιος φυλάει τα ρούχα του, έχει τα μισά, βλ. λ. ρούχο·
- οπού ’ναι γέρος μπουνταλάς, απού τα νιάτα το ’χει, βλ. λ. μπουνταλάς·
- οπού ’χει τύχη, γεννά κι ο πετεινός του, βλ. λ. πετεινός·
- όπως μου τα ’χεις φέρει, βλ. λ. όπως·
- όργωσε βαθιά και θα ’χεις πολύ σιτάρι, βλ. λ. σιτάρι·
- όρεξη για κουβέντα έχεις; βλ. λ. όρεξη·
- όρεξη που την έχεις! βλ. λ. όρεξη·
- όρεξη σ’ είχα! ή όρεξη σ’ έχω! ή όρεξη σ’ είχαμε! βλ. λ. όρεξη·
- όσα έχω και δεν έχω, βλ. λ. όσος·
- όση γλυκάδα έχει το χέλι, τόση πικράδα έχει το φίδι, βλ. λ. φίδι·
- όσοι μήνες δεν έχουν ρω, ψάρι δε βγαίνει στο γιαλό, βλ. λ. μήνας·
- όσοι μήνες έχουν ρω, το κρασί χωρίς νερό, βλ. λ. μήνας·
- όταν δεις λύκου αχνάρια, έχε το νου σου στα πρόβατα, βλ. λ. λύκος·
- όταν έχεις τέτοιους φίλους, τι τους θέλεις τους εχθρούς! βλ. λ. φίλος·
- όταν έχεις, φύλαγε, σαν δεν έχεις, δούλευε, βλ. λ.δουλεύω·
- ό,τι έχετε ευχαρίστηση, βλ. λ. ευχαρίστηση·
- ό,τι έχω εμπρός μου, το λέγω του αντρός μου, βλ. λ.άντρας·
- ό,τι έχω και δεν έχω, βλ. λ. ό,τι·
- ό,τι κι αν έχεις στην καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- ό,τι κι αν έχεις στο μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- ούτε κότες έχω, ούτε με την αλεπού μαλώνω, βλ. λ. αλεπού·
- ούτε παραγγελία να το ’χαμε! βλ. λ. παραγγελία·
- πες πως το ’χω στο τσεπάκι μου, βλ. λ. τσεπάκι·
- πετροβολούν το δέντρο που έχει καρπούς, βλ. λ. δέντρο·
- πίσω έχει η αχλάδα την ουρά, βλ. λ. αχλάδα·
- πίσω μου σ’ έχω σατανά! βλ. λ. σατανάς·
- πόσο έχει; πόσο κοστίζει; πόσο τιμάται; σε ποια τιμή πουλιέται(;): «πόσο έχει αυτός ο αναπτήρας;». Συνών. πόσο κάνει; / πόσο πάει(;)·
- πού έχεις το μυαλό σου; ή πού το έχεις το μυαλό σου; βλ. λ. μυαλό·
- πού έχεις το νου σου; ή πού τον έχεις το νου σου; βλ. λ. νους·
- πού είχες τα γκαβά σου; ή πού τα ’χες τα γκαβά σου;  βλ. λ. γκαβά·
- πού είχες τα στραβά σου; ή πού τα ’χες τα στραβά σου; βλ. λ. στραβά·
- πρέπει να το ’χει ο άνθρωπος να…, βλ. λ. άνθρωπος·
- πρέπει να το ’χεις μέσα σου να…, βλ. λ. μέσα·
- προσέχουμε για να έχουμε, δηλώνει πως πρέπει να δαπανούνε, να καταναλώνουμε κάτι με μέτρο, με σύνεση: «κάνε κουμάντο στα έξοδά σου, γιατί προσέχουμε για να έχουμε». Από το διαφημιστικό σλόγκαν της ΕΥΔΑΠ για οικονομία στην κατανάλωση νερού·
- πώς έχουν τα πράγματα; βλ. λ. πρά(γ)μα·
- πώς την έχεις ακούσει; βλ. λ. ακούω·
- πώς την έχεις δει; βλ. λ. είδα·
- σ’ έχω έννοια ή σ’ έχω στην έννοια μου, βλ. λ. έννοια1·
- σ’ έχω σημειωμένο, βλ. λ. σημειωμένος·
- σαν θέλ’ η νύφη κι ο γαμπρός, τύφλα να ’χει ο πεθερός, βλ. λ. πεθερός·
- σαν και σένα, βρε κασίδη, χίλιους έχουμε στο ξίδι, βλ. λ. κασίδης·
- σήμερα έχει κι αύριο δεν έχει, βλ. λ. σήμερα·
- σκασίλα που την έχω! ή σκασίλα που την είχαμε! βλ. λ. σκασίλα·
- σκόρδα να ’χει! (για πρόσωπα ή πράγματα), βλ. λ. σκόρδο·
- σκουλήκια έχει ο κώλος σου; βλ. λ. σκουλήκι·
- σκουλήκια έχει ο κώλος του, βλ. λ. σκουλήκι·
- σκουλήκια έχεις βλ. λ. σκουλήκι·
- σταματημό δεν έχει, βλ. λ. σταματημός·
- στερνή μου γνώση να σ’ είχα πρώτα! βλ. λ. γνώση·
- στη γλώσσα μου το ’χω, βλ. λ. γλώσσα·
- στο στόμα μου το ’χω, βλ. λ. στόμα·
- στόμα έχει και μιλιά δεν έχει, βλ. λ. στόμα·
- στόμα να ’χε, θα μιλούσε, βλ. λ. στόμα·
- στραβωμάρα έχεις; βλ. λ. στραβωμάρα·
- τα νύχια του έχουν πένθος, βλ. λ. νύχι·
- τα ’χαμε χύμα, μας ήρθανε και τσουβαλάτα, βλ. λ. χύμα·
- τα ’χασε ή τα ’χει χάσει (ενν. τα λογικά του, τα μυαλά του), βλ. λ. χάνω·
- τα ’χει (ενν. με τον (την) τάδε), το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, έχει ερωτικό δεσμό μαζί του (της): «απ’ ό,τι ξέρω, αυτό το παλικάρι τα ’χει με την κόρη του τάδε»·
- τα ’χει (ενν. με τον τάδε), το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, είναι εκνευρισμένο, θυμωμένο, δυσαρεστημένο (με τον τάδε): «απ’ το πρωί τα ’χει με το λογιστή του και τον έχει τρελάνει στο βρισίδι»·
- τα ’χει κάνει, βλ. λ. κάνω·
- τα ’χει κάνει απάνω του, βλ. λ. απάνω του·
- τα ’χει μ’ όλο τον κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- τα ’χει μ’ όλους, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, είναι εκνευρισμένο, θυμωμένο, δυσαρεστημένο με τους πάντες: «όταν είναι στα νεύρα του, τα ’χει μ’ όλους»·
- τα ’χει όλα στα πόδια του, βλ. λ. πόδι·
- τα ’χει παίξει, (για μηχανήματα) βλ. λ. παίζω·
- τα ’χει πιάσει, βλ. λ. πιάνω·
- τα ’χει πιασμένα, βλ. λ. πιασμένος·
- τα ’χει σωστά, βλ. λ. σωστός·
- τα ’χει τα λεφτά του, βλ. λ. λεφτά·
- τα ’χει τα χρονάκια του (της), βλ. λ. χρονάκι·
- τα ’χει τετρακόσια, βλ. λ. τετρακόσια·
- τα ’χει χαμένα (ενν. τα λογικά του, τα μυαλά του), βλ. λ. χαμένος·
- τα ’χουμε, με το πρόσωπο για το οποίο γίνεται λόγος, διατηρούμε ερωτικές σχέσεις: «με την τάδε τα ’χουμε τρεις μήνες»·
- τα ’χουμε καλά, βλ. λ. καλός·
- τα ’χουμε μιλημένα, βλ. λ. μιλημένος·
- τα ’χουμε μπλεγμένα, βλ. λ. μπλεγμένος·
- τα ’χουμε χαλασμένα, βλ. λ. χαλασμένος·
- τα ’χουν, (για ζευγάρια) έχουν ερωτικό δεσμό: «τα ’χουν από την εφηβική τους ηλικία κι όπου να ’ναι θα παντρευτούν»· 
- τα ’χω ή τα ’χουμε (ενν. τα λεφτά, τα χρήματα), είμαι πλούσιος: «απ’ τη στιγμή που τα ’χω, κοιτάζω να κάνω πιο εύκολη τη ζωή μου». (Λαϊκό τραγούδι: όσοι τα ’χουν και τα μαζεύουν τη ζωή τους λιγοστεύουν // όταν στα μπουζούκια πάμε, τα ’χουμε και τα χαλάμε). Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·  
- τα ’χω (με κάποιον, με κάποια), α. διατηρώ μαζί του (της) ερωτικό δεσμό: «τα ’χω μαζί της τρεις μήνες || με τον τάδε τα  ’χω μισό χρόνο». (Λαϊκό τραγούδι: τον έφαγε μια παστρικιά μια του παλιά αγαπητικιά, γιατί ο μπάρμπας μου θαρρώ κρυφά της τα ’χε από καιρό με την Αγγέλα του Αράπη). β. είμαι νευριασμένος με κάποιον (με κάποια), γιατί τον (την)  θεωρώ υπεύθυνο (υπεύθυνη) ή υπόλογο (υπόλογη) για κάτι κακό σε βάρος μου: «τα ’χει με τον τάδε, γιατί νομίζει πως είναι αυτός που τον κατηγόρησε»·
- τα ’χω για πέταμα (ενν. τα λεφτά μου), βλ. λ.πέταμα·
- τα ’χω παίξει, βλ. λ. παίζω·
- τα ’χω πάρει, βλ. λ. παίρνω·
- τα ’χω πελαγώσει, βλ. λ. πελαγώνω·
- τα ’χω στο παντελόνι (ενν. τα χρήματα), βλ. λ.παντελόνι·
- τα ’χω στον τόκο (ενν. τα λεφτά μου), βλ. λ. τόκος·
- τα ’χω τα κιλά μου, βλ. λ. κιλό·
- τα ’χω χαμένα, βλ. λ. χαμένος·
- τα ’χω χάσει, βλ. λ. χάνω·
- ταινία έχει! βλ. λ. ταινία·
- τη δροσιά του να ’χεις! βλ. λ. δροσιά·
- την αλήθεια πάντα κράτει και το ψέμα ας έχει αλάτι, βλ. λ. αλήθεια·
- την έγνοια σου είχα! ή την έγνοια σου έχω! ή την έγνοια σου είχαμε! βλ. λ. έγνοια·
- την έχει αράπικια (ενν. την πούτσα, την ψωλή), βλ. λ. αράπικια·
- την έχει βασίλισσα στην καρδιά του, βλ. λ. βασιλιάς·
- την έχει γαϊδουρινή, (ενν. την πούτσα, την ψωλή), βλ. λ. γαϊδουρινός·
- την έχει δει, βλ. λ. είδα·
- την έχει δει κάπως, βλ. λ. κάπως·
- την έχει ποντιακιά (ενν. την πούτσα, την ψωλή), βλ. λ. ποντιακός·
- την έχει χωρίς στεφάνι, βλ. λ. στεφάνι·
- την έχει ψωνίσει, βλ. λ. ψωνίζω·
- την έχω άσχημα, βλ. λ. άσχημος·
- την έχω βαμμένη, βλ. λ. βαμμένος·
- την έχω βαρεμένη, βλ. λ. βαρεμένος·
- την έχω βάψει, βλ. λ. βάφω·
- την έχω βιδωμένη, βλ. λ. βιδωμένος·
- την έχω γαμήσει ή την έχουμε γαμήσει, βλ. λ.γαμώ·
- την έχω (για) βιτρίνα (ενν. τη δουλειά, την επιχείρηση), βλ. λ. βιτρίνα·
- την έχω δοσμένη, βλ. λ. δοσμένος·
- την έχω πατημένη, βλ. λ. πατημένος·
- την έχω πατικωμένη (ενν. την κοιλιά μου), βλ. λ.πατικωμένος·
- την έχω πουτσίσει, βλ. λ. πουτσίζω·
- την έχω στημένη, βλ. λ. στημένος·
- την έχω στήσει, βλ. λ. στήνω·
- την έχω στο αράουτ, βλ. λ. αράουτ·
- την έχω στο εξτρέμ, βλ. λ. εξτρέμ·
- την έχω ψωνίσει, βλ. λ. ψωνίζω·
- την έχω ψωνισμένη, βλ. λ. ψωνισμένος·
- την όρεξή σου είχα! ή την όρεξή σου έχω! ή την όρεξή σου είχαμε! βλ. λ. όρεξη·
- την όρεξή του είχα! ή την όρεξή του έχω! ή την όρεξή του είχαμε! βλ. λ. όρεξη·
- την υγειά μας να ’χουμε! βλ. λ. υγειά·
- της πήρε ό,τι πολυτιμότερο είχε, βλ. λ. πολύτιμος·
- τι δουλειά έχει! ή τι δουλειά έχει να κάνει! βλ. λ. δουλειά·
- τι δουλειά έχει ο φάντης με το ρετσινόλαδο; ή τι δουλειά έχει να κάνει ο φάντης με το ρετσινόλαδο; βλ. λ. δουλειά·
- τι είχα, τι έχασα; ή τι είχαμε, τι χάσαμε; δηλώνει αδιαφορία για κάτι, από τη στιγμή που δεν το είχαμε ως δεδομένο: «επειδή δεν ήμουν σίγουρος αν θα πάει καλά η δουλειά, δεν έβαλα ούτε ευρώ κι απ’ τη στιγμή, που δεν πήγε καλά, τι είχαμε, τι χάσαμε». (Λαϊκό τραγούδι: τι είχαμε, τι χάσαμε, απλώς σε προσπεράσαμε). Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- τι έχει να γίνει! βλ. λ. γίνομαι·
- τι έχει να κάνει; δεν έχει καμιά σχέση, δε εξηγείται ή δε συνδέεται λογικά με τα προηγούμενα: «τώρα τι έχει να κάνει αυτό που λες; Μου φαίνεται πως δεν παρακολουθείς τη συζήτηση»·
- τι έχει να κάνει αυτό; βλ. λ. αυτός·
- τι έχει να κάνει αυτός; βλ. λ. αυτός·
- τι έχει να κάνει ο φάντης με το ρετσινόλαδο; βλ. λ. φάντης·
- τι έχουμε; ποιος είναι ο λόγος που ήρθες; τι θέλεις(;): «τι έχουμε πρωί πρωί και μας επισκέφθηκες;»·
- τι έχουμε να μοιράσουμε; βλ. λ. μοιράζω·
- τι έχουν τα έρμα και ψοφάν; Με τον ήλιο τα βγάζω με τον ήλιο τα μπάζω, βλ. λ. έρμος·
- τι έχω να κάνω εγώ με…, βλ. λ. κάνω·
- τι έχω να χάσω; βλ. λ. χάνω·
- τι ιδέα έχεις για…, βλ. λ. ιδέα·
- τι κάνει ο Θεός, όταν έχει κέφια! βλ. λ. Θεός·
- τι λόγο είχε…, βλ. λ. λόγος·
- τι πρόγραμμα έχεις; βλ. λ. πρόγραμμα·
- τι σημασία έχει; βλ. λ. σημασία·
- τι σκατά έχεις; βλ. λ. σκατά·
- τι τα ’χουμε τα γαλόνια! βλ. λ. γαλόνι·
- τι τηλέφωνο έχεις; βλ. λ. τηλέφωνο·
- τι τον (την) έχεις; ποια είναι η σχέση που έχεις μαζί του; (της;): «τι τον έχεις αυτόν που μιλούσες προηγουμένως; Είναι συγγενής σου, φίλος σου ή απλώς γνωστός;»·
- τι ’χες Γιάννη, τι ’χα πάντα, βλ. λ. Γιάννης·
- τι ωφελεί ο καλός καραβοκύρης, σαν δεν έχει καλούς ναύτες; βλ. λ. καραβοκύρης·
- τιμώ τα παντελόνια που έχω, βλ. λ. παντελόνι·
- το γεμάτο πορτοφόλι έχει πολλούς φίλους, βλ. λ. πορτοφόλι·
- το ’δα τ’ όνειρο! ή το ’χα δει τ’ όνειρο! βλ. λ. όνειρο·
- το ίδιο το ’χω ή το ’χω το ίδιο, βλ. λ. ίδιος·
- το μήνα που δεν έχει Σάββατο, βλ. λ. μήνας·
- το πράγμα έχει ως εξής, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- το ’χασε ή το ’χει χάσει (ενν. το λογικό του, το μυαλό του) , βλ. λ. χάνω·
- το ’χει (για) ψωμοτύρι, βλ. λ. ψωμοτύρι·
- το ’χει δίπορτο, βλ. λ. δίπορτο·
- το ’χει η μοίρα μου, βλ. λ. βλ. λ. μοίρα·
- το ’χει μέσα του, βλ. λ. μέσα·
- το ’χει πάρει (για) ψωμοτύρι, βλ. λ. ψωμοτύρι·
- το ’χει στη φλέβα του, βλ. λ. φλέβα·
- το ’χει στη φύση του, βλ. λ. φύση·
- το ’χει στο αίμα του, βλ. λ. αίμα·
- το ’χει στο πετσί του, βλ. λ. πετσί·
- το ’χει σύστημα, βλ. λ. σύστημα·
- το ’χει τάμα να…, βλ. λ. τάμα·
- το ’χει το γραφτό μου, βλ. λ. γραφτό·
- το ’χει το ριζικό μου, βλ. λ. ριζικό·
- το ’χει το σκαρί του, βλ. λ. σκαρί·
- το ’χει χαμένο (ενν. το λογικό του , το μυαλό του), βλ. λ. χαμένος·
- το χρόνο που δεν έχει Πάσχα, βλ. λ. χρόνος·
- το ’χω ακουστά, βλ. λ. ακουστός·
- το ’χω ανάγκη και κόψιμο ή το ’χω κόψιμο κι ανάγκη, βλ. λ. ανάγκη·
- το ’χω αντέτι, βλ. λ. αντέτι·
- το ’χω άχτι, βλ. λ. άχτι·
- το ’χω βάρος, βλ. λ. βάρος·
- το ’χω βάρος στη συνείδησή μου, βλ. λ. βάρος·
- το ’χω βάρος στην καρδιά μου, βλ. λ. βάρος·
- το ’χω βάρος στην ψυχή μου, βλ. λ. βάρος·
- το ’χω βιτρίνα (ενν. το μαγαζί, το κατάστημα), βλ. λ. βιτρίνα·
- το ’χω για…, δηλώνει πως έχουμε διαμορφωμένη άποψη για κάτι για το οποίο γίνεται λόγος: «αυτό τ’ αυτοκίνητο το ’χω για καλύτερο από κάθε άλλο». Συνών. το ξέρω για(…)·
- το ’χω για δρόμο, βλ. λ. δρόμος·
- το ’χω για κακό ή το ’χω σε κακό, βλ. λ. κακός·
- το ’χω για καλό ή το ’χω σε καλό, βλ. λ. καλός·
- το ’χω για ξέκαμα, βλ. λ. ξέκαμα·
- το ’χω (για) πασατέμπο, βλ. λ. πασατέμπος·
- το ’χω για σκότωμα, βλ. λ. σκότωμα·
- το ’χω δει το έργο, βλ. λ. έργο·
- το ’χω Θεό (μου) ή το ’χω για Θεό (μου) ή το ’χω σαν Θεό (μου), βλ. λ. Θεός·
- το ’χω θετικό, βλ. λ. θετικός·
- το ’χω καημό, βλ. λ. καημός·
- το ’χω καμάρι, βλ. λ. καμάρι·
- το ’χω κρυφό καμάρι, βλ. λ. καμάρι·
- το ’χω μαράζι, βλ. λ. μαράζι·
- το ’χω μεγάλο βάσανο, βλ. λ. βάσανο·
- το ’χω μεγάλο βραχνά, βλ. λ. βραχνάς.
- το ’χω μεράκι, βλ. λ. μεράκι·
- το ’χω παράπονο, βλ. λ. παράπονο·
- το ’χω πάρει από φόβο, βλ. λ. φόβος·
- το ’χω πίκα, βλ. λ. πίκα·
- το ’χω πώς και πώς ή το ’χω πώς και τι, βλ. λ. πώς·
- το ’χω ραμμένο (ενν. το στόμα μου), βλ. λ. ραμμένος·
- το ’χω ρίξει στην τρελή, βλ. λ. τρελός·
- το ’χω σαν τα μάτια μου τα δυο, βλ. λ. μάτι·
- το ’χω σίγουρο, βλ. λ. σίγουρος·
- το ’χω στα υπόψη ή το ’χω στα υπόψη μου, βλ. λ. υπόψη·
- το ’χω στη σκέψη μου, βλ. λ. σκέψη·
- το ’χω στο μυαλό μου, βλ. λ. μυαλό·
- το ’χω στο νου μου, βλ. λ. νους·
- το ’χω υπό την υποψία μου, βλ. λ. υποψία·
- το ’χω υπόψη μου, βλ. λ. υπόψη·
- τον έχει δεμένο στη βρακοζώνα της, βλ. λ. βρακοζώνα·
- τον έχει με τη βέργα, βλ. λ. βέργα·
- τον (την) έχει μόνο για κατούρημα (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή), βλ. λ. κατούρημα·
- τον έχει σαν βασιλιά, βλ. λ. βασιλιάς·
- τον έχει σαν πασά, βλ. λ. πασάς·
- τον (την) έχει σκυλάκι πίσω της (του), βλ. λ. σκυλάκι·
- τον έχει στο βρακί της ή τον έχει δεμένο στο βρακί της, βλ. λ. βρακί·
- τον έχει της γούνας του γιακά, βλ. λ. γούνα·
- τον έχει της γούνας του μανίκι, βλ. λ. γούνα·
- τον έχουν αποφασίσει, βλ. λ. αποφασίζω·
- τον έχουν αποφασισμένο, βλ. λ. αποφασισμένος·
- τον έχουν από κλότσο κι από μπάτσο ή τον έχουν του κλότσου και του μπάτσου, βλ. λ. κλότσος·
- τον έχουν σαν βασιλόπουλο, βλ. λ. βασιλόπουλο·
- τον έχουν στάμπα, βλ. λ. στάμπα·
- τον έχω, τον θεωρώ, τον υπολογίζω: «τον έχω ικανό για πολλά πράγματα αυτόν τον άνθρωπο». (Λαϊκό τραγούδι: στη γειτονιά με είχανε πρώτο παλικάρι και πάντα λυμένο για καβγά είχα το ζωνάρι). Συνών. τον βλέπω·
- τον έχω ακουστά, βλ. λ. ακουστός·
- τον έχω αλέστα, βλ. λ. αλέστα·
- τον έχω ανάμεσα (μέσα) στα πόδια μου, βλ. λ. πόδι·
- τον έχω από δίπλα, βλ. λ. δίπλα·
- τον έχω από κάτω (μου), βλ. λ. κάτω·
- τον έχω από κοντά, βλ. λ. κοντά·
- τον έχω από πάνω μου, βλ. λ. πάνω·
- τον έχω από πίσω (μου), βλ. λ. πίσω·
- τον έχω άχτι, βλ. λ. άχτι·
- τον έχω για…, δηλώνει πως έχουμε διαμορφωμένη άποψη για το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος: «τον έχω για φερέγγυο άνθρωπο». Συνών. τον ξέρω για(…)·  
- τον έχω βήμα προς βήμα, βλ. λ. βήμα·
- τον έχω (για) βιτρίνα, βλ. λ. βιτρίνα·
- τον έχω για ξέκαμα, βλ. λ. ξέκαμα·
- τον έχω για παράδειγμα, βλ. λ. παράδειγμα·
- τον έχω γινάτι, βλ. λ. γινάτι·
- τον έχω γλείψιμο, βλ. λ. γλείψιμο·
- τον έχω γραμμένο, βλ. λ. γραμμένος·
- τον έχω γραμμένο στο τεφτέρι, βλ. λ. τεφτέρι·
- τον έχω γραμμένο στου διαβόλου το κατάστιχο, βλ. λ. διάβολος·
- τον έχω δεμένο (χειροπόδαρα), δεμένος·
- τον έχω δεξί μου χέρι, βλ. λ. χέρι·
- τον έχω έγνοια, βλ. λ. έγνοια·
- τον έχω εικόνισμα, βλ. λ. εικόνισμα·
- τον έχω ζεσταμένο, βλ. λ. ζεσταμένος·
- τον έχω ζεστό, βλ. λ. ζεστός·
- τον έχω Θεό (μου) ή τον έχω για Θεό (μου) ή τον έχω σαν Θεό (μου), βλ. λ. Θεός·
- τον έχω ικανό για όλα, βλ. λ. ικανός·
- τον έχω ικανό να…, βλ. λ. ικανός·
- τον έχω καβάλα, βλ. λ. καβάλα·
- τον έχω κατουρημένο, βλ. λ. κατουρημένος·
- τον έχω κάτω απ’ τις φτερούγες μου, βλ. λ. φτερούγα·
- τον έχω κάτω από τη σκέπη μου ή τον έχω υπό τη(ν) σκέπη(ν) μου, βλ. λ. σκέπη·
- τον έχω κλαρίνο, βλ. λ. κλαρίνο·
- τον έχω κλασμένο, βλ. λ. κλασμένος·
- τον (την) έχω κορόνα στο κεφάλι μου, βλ. λ. κορόνα·
- τον έχω λάσκα, βλ. λ. λάσκα·
- τον έχω λάσκο, βλ. λ. λάσκος·
- τον έχω μανία, βλ. λ. μανία·
- τον έχω με το μεροκάματο, βλ. λ. μεροκάματο·
- τον έχω με το μέρος μου, βλ. λ. μέρος·
- τον έχω με το πιστόλι στον κρόταφο, βλ. λ. κρόταφος·
- τον (την, το) έχω μέσα μου (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. λ. μέσα·
- τον έχω (μέσα) στην καρδιά μου, βλ. λ. καρδιά·
- τον έχω μη βρέξει και μη στάξει ή τον έχω μη στάξει και μη βρέξει, βλ. λ. στάζω·
- τον έχω μη στάξει, βλ. λ. στάζω·
- τον έχω όλο μπροστά μου, βλ. λ. μπροστά·
- τον έχω όλο στα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- τον έχω όλο στο στόμα μου, βλ. λ. στόμα·
- τον έχω ουρά μου, βλ. λ. ουρά·
- τον έχω πάνω απ’ το κεφάλι μου, βλ. λ. κεφάλι·
- τον έχω πάρει από φόβο, βλ. λ. φόβος·
- τον έχω πείσμα, βλ. λ. πείσμα·
- τον έχω περί πολλού, βλ. λ. πολύς·
- τον έχω πίκα, βλ. λ. πίκα·
- τον έχω πνιγμένο στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- τον έχω πυρ και μανία, βλ. λ. πυρ·
- τον (την) έχω πώς και πώς ή τον (την) έχω πώς και τι, βλ. λ. πώς·
- τον έχω σ’ εκτίμηση, βλ. λ. εκτίμηση·
- τον έχω σαν τα μάτια μου τα δυό, βλ. λ. μάτι·
- τον έχω σε απόσταση, βλ. λ. απόσταση·
- τον έχω σε απόσταση βολής, βλ. λ. βολή2·
- τον έχω σε βαθιά εκτίμηση, βλ. λ. εκτίμηση·
- τον έχω σε δεύτερη μοίρα, βλ. λ. μοίρα·
- τον έχω σε μεγάλη εκτίμηση, βλ. λ. εκτίμηση·
- τον έχω σε πρώτη μοίρα, βλ. λ. μοίρα·
- τον έχω σε τελευταία μοίρα, βλ. λ. μοίρα·
- τον έχω σήκω σήκω, κάτσε κάτσε ή τον έχω σήκω κάτσε, κάτσε σήκω, τον εξουσιάζω απόλυτα, μου είναι δουλικά αφοσιωμένος οικειοθελώς ή εξαναγκαστικά, τον κάνω ό,τι θέλω. (Λαϊκό τραγούδι: να υποφέρεις και να σου λείπω, εγώ δεν είμαι η γυναίκα κάτσε σήκω
- τον έχω σούζα, βλ. λ. σούζα·
- τον έχω στα γκάζια, βλ. λ. γκάζι·
- τον έχω στα μέσα και στα έξω, βλ. λ. μέσα·
- τον (την) έχω στα πούπουλα, βλ. λ. πούπουλο·
- τον έχω στη δίαιτα, βλ. λ. δίαιτα·
- τον έχω στη δούλεψή μου, βλ. λ. δούλεψη·
- τον έχω στη ράχη μου, βλ. λ. ράχη·
- τον έχω στη σαλαμούρα, βλ. λ. σαλαμούρα·
- τον έχω στη σέντρα, βλ. λ. σέντρα·
- τον έχω στη σκέψη μου, βλ. λ. σκέψη·
- τον έχω στη σκιά μου, βλ. λ. σκιά·
- τον έχω στην ανάπαυση, βλ. λ. ανάπαυση·
- τον έχω στην καμπούρα μου, βλ. λ. καμπούρα·
- τον έχω στην καρδιά μου, βλ. λ. καρδιά·
- τον έχω στην μπούκα (του κανονιού, του ντουφεκιού), βλ. λ. μπούκα·
- τον έχω στην πλάτη μου, βλ. λ. πλάτη·
- τον έχω στην τσέπη μου, βλ. λ. τσέπη·
- τον έχω στην τσίλια, βλ. λ. τσίλια·
- τον έχω στην τσίτα, βλ. λ. τσίτα·
- τον έχω στο αράουτ, βλ. λ. αράουτ·
- τον έχω στο ένα πόδι, βλ. λ. πόδι·
- τον έχω στο εξτρέμ, βλ. λ. εξτρέμ·
- τον έχω στο ζέψιμο, βλ. λ. ζέψιμο·
- τον έχω στο κόρνερ, βλ. λ. κόρνερ·
- τον έχω στο μάτι, βλ. λ. μάτι·
- τον έχω στο μυαλό μου, βλ. λ. μυαλό·
- τον έχω στο νου μου, βλ. λ. νους·
- τον έχω στο περιθώριο, βλ. λ. περιθώριο·
- τον έχω στο περίμενε, βλ. λ. περιμένω·
- τον έχω στο πήγαιν’ έλα, βλ. λ. έλα·
- τον έχω (στο) πλάι μου, βλ. λ. πλάι·
- τον έχω στο πόδι, βλ. λ. πόδι·
- τον έχω στο σβέρκο, βλ. λ. σβέρκος·
- τον έχω στο στόχαστρο, βλ. λ. στόχαστρο·
- τον έχω στο σύρε κι έλα, βλ. λ. έλα·
- τον έχω στο τζαρτζάρισμα, βλ. λ. τζαρτζάρισμα·
- τον έχω στο τσεπάκι μου, βλ. λ. τσεπάκι·
- τον έχω στο τσιγάρισμα, βλ. λ. τσιγάρισμα·
- τον έχω στο τσιτσίρι, βλ. λ. τσιτσίρι·
- τον έχω στο χέρι, βλ. λ. χέρι·
- τον έχω στου διαβόλου το κατάστιχο, βλ. λ. διάβολος·
- τον έχω στου κούκου το σημάδι, βλ. λ. κούκος·
- τον έχω της καρπαζιάς, βλ. λ. καρπαζιά·
- τον έχω του χεριού μου, βλ. λ. χέρι·
- τον έχω υπ’ ατμόν, βλ. λ. ατμός·
- τον έχω υπόψη μου, βλ. λ. υπόψη·
- τον έχω φούρκα ή τον έχω μια φούρκα! βλ. λ.φούρκα·
- τον έχω φτυσμένο, βλ. λ. φτυσμένος·
- τον έχω χεσμένο, βλ. λ. χεσμένος·
- του έχω απωθημένα, βλ. λ. απωθημένο·
- του τα ’χω από καιρό μαζεμένα ή του τα ’χω από καιρό φυλαγμένα, βλ. λ. καιρός·
- του την έχω στημένη, βλ. λ. στημένος·
- του την έχω φυλαγμένη, βλ. λ. φυλαγμένος·
- του το ’χω φυλαγμένο, βλ. λ. φυλαγμένος·
- του το ’χω φυλάξει, βλ. λ. φυλάω·
- του χρόνου που δεν έχει Σάββατο, βλ. λ. χρόνος·
- του ’χω αδυναμία, βλ. λ. αδυναμία·
- του ’χω πολλά μαζεμένα, βλ. λ. μαζεμένος·
- του χωριού ο άγιος δόξα δεν έχει, βλ. λ. άγιος·
- τους έχει όλους με τη βέργα, βλ. λ. βέργα·
- τους έχει όλους σαν στρατιωτάκια, βλ. λ. στρατιωτάκι·
- τύφλα να ’χ’ ο Μάρλο Μπράντο, βλ. λ. τύφλα·
- τύφλα να ’χει…, βλ. λ. τύφλα·
- τώρα τις Αποκριές έχουν τα μουνιά χαρές, βλ. λ.Αποκριά·
- υγεία να ’χουμε! βλ. λ. υγεία·
- υστερνέ μου λογισμέ να σ’ είχα πρώτα! βλ. λ. λογισμός·
- φτωχός άγιος δοξολογία δεν έχει, βλ. λ. φτωχός·
- φωλιά δεν έχει, αβγό δεν κάνει, βλ. λ. φωλιά·
- χόρευε κυρά και σειου, μα έχε κι έννοια του σπιτιού, βλ. λ. κυρά.
- ψωλή καυλωμένη, συγγένεια δεν έχει, βλ. λ. ψωλή·
- ψωμί δεν είχαμε, τυρί μας ήρθε, βλ. λ. τυρί·
- ψωμί τυρί δεν είχαμε, χοντρή ψωλή γυρεύαμε, βλ. λ. ψωλή.