εφεύρεση, η, ουσ. [<μτγν. ἐφεύρεσις], η εφεύρεση·
- διαβολική εφεύρεση, βλ. φρ. σατανική εφεύρεση·
- σατανική εφεύρεση, που έχει ή που ενδέχεται να έχει
καταστροφικές επιπτώσεις στη ζωή ή στο χαρακτήρα κάποιου ή στο σύνολο κάποιου
πληθυσμού: «η ατομική βόμβα υπήρξε μια σατανική εφεύρεση». (Λαϊκό τραγούδι: σατανική
εφεύρεση στον κόσμο τα λεφτά, μα έλα που δεν κάνουμε στιγμή χωρίς
αυτά)·
- σπουδαία εφεύρεση! λέγεται θαυμαστικά για οτιδήποτε
μας ευχαριστεί ή μας ανακουφίζει απόλυτα, ανεξάρτητα από το αν πραγματικά είναι
εφεύρεση: «σπουδαία εφεύρεση η μαλακία || σπουδαία εφεύρεση το φαγητό! ||
σπουδαία εφεύρεση το πιοτό! || σπουδαία εφεύρεση το χέσιμο! || σπουδαία
εφεύρεση το κατούρημα!»· βλ. και φρ. σπουδαία ανακάλυψη! λ. ανακάλυψη.