εργαλείο, το, ουσ. [<αρχ. ἐργαλεῖον], το εργαλείο. 1. ό,τι κάνει τη δουλειά μας καλά, ό,τι μας είναι απαραίτητο: «μην το βλέπεις έτσι παλιό τ’ αυτοκίνητό μου, ξέρεις τι καλό εργαλείο που είναι αυτό! || χωρίς τα εργαλεία της δεν πάει πουθενά, την έχεις δει ποτέ σου άβαφη;». (Λαϊκό τραγούδι: βάλτε φωτιά στις συνταγές γιατροί και στα βιβλία, είναι άχρηστα, πετάχτε τα όλα τα εργαλεία).2. το αντρικό σεξουαλικό όργανο, το πέος: «μόλις έσβησαν τα φώτα, άρχισε να χαϊδεύει το εργαλείο του». 3α. (στη γλώσσα της αργκό) η πόρνη που εργάζεται για τον νταβατζή της ή όμορφη γυναίκα που δουλεύει σε μπαρ και προσελκύει πολλούς άντρες: «ο τάδε έχει ένα καλό εργαλείο, που του τ’ ακουμπάει μέχρι δεκάρα || απ’ τη μέρα που έφερε στο μαγαζί του δυο εργαλεία απ’ τη Σουηδία, έχει τρελαθεί στη δουλειά». β. κατ’ επέκταση, το γυναικείο σεξουαλικό όργανο, το μουνί: «έχει ξυρισμένο το εργαλείο της». 4. ταξίμετρο, που με σχετική επέμβαση ρίχνει τις μονάδες πολύ πιο γρήγορα από το κανονικό και έτσι ο επιβάτης πληρώνει πολύ περισσότερα χρήματα, από όσα έπρεπε να πληρώσει: «για μια διαδρομή που έπρεπε να πληρώσω τριακόσιες πενήντα δραχμές, πλήρωσα τρία χιλιάρικα, γιατί τόσα έγραψε το εργαλείο». Συνών. κανόνι (4) / πολυβόλο(3). 5. λέγεται συνθηματικά από τα κοράκια (βλ. λ.) ο νεκρός, ιδίως αυτός που πέθανε σε κάποιο νοσοκομείο: «πες στο γραφείο να ετοιμάζεται, γιατί έχω ένα εργαλείο στο Ιπποκράτειο νοσοκομείο». 6. στον πλ. τα εργαλεία, τα σεξουαλικά όργανα του άντρα, ο πούτσος και τα αρχίδια του μαζί: «του ’δωσε μια κλοτσιά στα εργαλεία του και τον ξάπλωσε στο χώμα». Συνών. οικογένεια·
- δουλεύει το εργαλείο; ειρωνική ερώτηση σε άντρα, αν μπορεί να επιβάλει τη σεξουαλική πράξη: «όλο για γκόμενες μας μιλάς, αλλά δε μας είπες, δουλεύει το εργαλείο;». Συνών. δουλεύει το πιστόνι(;)·
- το δουλεύει το εργαλείο, (για γυναίκες) έχει έντονη σεξουαλική ζωή: «θα πέσει εύκολα, αν της τα ρίξεις, γιατί απ’ ό,τι ξέρω το δουλεύει το εργαλείο».