εξής, επίρρ. και με άρθρο το, τα, ως ουσ. [<αρχ. ἑξῆς], εξής· 
- από δω κι εξής ή από δω και στο εξής, βλ. φρ. από δω και πέρα, λ. εδώ·
- από τώρα και στο εξής, βλ. φρ. στο εξής·
- εις το εξής, βλ. φρ. στο εξής·
- και ούτω καθ’ εξής, βλ. συνηθέστ. και ούτω καθεξής, λ. καθεξής·
- με την εξής διαφορά, βλ. λ. διαφορά·
- οι εξής, οι κάτωθι, οι παρακάτω: «στη μηνιαία συνεδρίαση του συλλόγου μας πήραν μέρος οι εξής: …»·
- στο εξής στο μέλλον, μελλοντικά, από δω και πέρα, στη συνέχεια: «μέχρι τώρα συμπεριφερόσουν όπως εσύ ήθελες, όμως στο εξής θα συμπεριφέρεσαι σύμφωνα με τις υποδείξεις μου». (Λαϊκό τραγούδι: κι εγώ να ξέρεις στο εξής πια δε θα κλάψω, έστω ακόμα κι αν μου πουν πως δυστυχείς, όπως με πέταξες κι εγώ θα σε πετάξω, εδώ θα είμαστε και θα το θυμηθείς
- τα (το) εξής, τα ακόλουθα, το ακόλουθο: «θα πας στον τάδε και θα του πεις τα εξής: το αφεντικό μου θέλει οπωσδήποτε να κάνετε εκκαθάριση του μέχρι σήμερα λογαριασμού || θέλω να μου πεις το εξής: την αγαπάς;»·
- το πράγμα έχει ως εξής, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- ως εξής, (για ενέργειες) με τον τρόπο που υποδεικνύεται: «για ν’ αρχίσεις το χτίσιμο, πρέπει να ενεργήσεις ως εξής: πρώτα πρέπει να υπογράψεις με τον οικοπεδούχο κι ύστερα να πάρεις έγκριση απ’ το πολεοδομικό».