εντέλεια, η, ουσ. [<μτγν. ἐντέλεια], η εντέλεια·
- στην εντέλεια, σε παραδειγματική τάξη, τέλεια: «λίγο πριν αρχίσει η επιθεώρηση, όλα ήταν στην εντέλεια»·
- τα θέλει όλα στην εντέλεια ή όλα στην εντέλεια τα θέλει, απαιτεί παραδειγματική τάξη: «κάθε φορά που κάνει επιθεώρηση, τα θέλει όλα στην εντέλεια || πρόσεχε τι δουλειά θα του παραδώσεις, γιατί όλα στην εντέλεια τα θέλει αυτός ο άνθρωπος».