ενήμερος, -η, -ο, επίθ. [<εν + ημέρα], ο ενήμερος·
- είμαι ενήμερος, γνωρίζω κάτι που συνέβη ή που βρίσκεται σε εξέλιξη, είμαι καλά πληροφορημένος για κάτι: «θέλω να είμαι ενήμερος για ό,τι συμβαίνει μέσα στην επιχείρηση»·
- ενήμερος λογαριασμός, ο λογαριασμός στον οποίο έχουν καταχωριστεί όλες οι πράξεις και οι μεταβολές που έγιναν: «έχει ενήμερους όλους τους λογαριασμούς του κι ανά πάσα στιγμή ξέρει τι του γίνεται από οικονομική άποψη»·
- τον κρατώ ενήμερο, τον πληροφορώ συνεχώς γι’ αυτά που συμβαίνουν σε ένα χώρο ή βρίσκονται σε εξέλιξη: «ο διευθυντής λείπει στο εξωτερικό και μ’ άφησε εντολή να τον κρατώ ενήμερο για οτιδήποτε συμβαίνει μέσα στο εργοστάσιο».