ενδιαφέρουσα, η, ουσ. [θηλ. μτχ. ενεστ. του ρ. ενδιαφέρω], η περίοδος της εγκυμοσύνης, λόγω της κρισιμότητας και της σημαντικότητας για τη ζωή μιας γυναίκας, ιδίως εύχρ. στις φρ. βρίσκεται σ’ ενδιαφέρουσα ή είναι σε ενδιαφέρουσα (ενν. κατάσταση), είναι έγκυος: «η γυναίκα του τάδε είναι σε ενδιαφέρουσα».