εμφανισάρα, η, ουσ. [μεγεθ. του ουσ. εμφάνιση], η επιβλητική εμφάνιση, το επιβλητικό παρουσιαστικό: «έχει εμφανισάρα αυτή η γυναίκα που σπάει κόκαλα»·
- κάνω εμφανισάρα ή κάνω την εμφανισάρα μου, προκαλώ εντύπωση με την εμφάνισή μου, με το παρουσιαστικό μου: «μόλις έκανε την εμφανισάρα του, όλες οι γκόμενες έπεσαν απάνω του».