εμπόριο, το, ουσ. [<αρχ. ἐμπόριον], το εμπόριο·
- εκτός εμπορίου, (για προϊόντα) που δεν διατίθεται στο εμπόριο, που δεν προσφέρεται σε κάποιον με πώληση: «μόλις κυκλοφόρησε το βιβλίο, ο συγγραφέας του πήρε απ’ τον εκδότη, πενήντα βιβλία εκτός εμπορίου»·
- εμπόριο λευκής σαρκός, (για γυναίκες και γενικά για παιδιά) που προορίζονται για πορνεία, η σωματεμπορία: «τον συνέλαβαν για εμπόριο λευκής σαρκός»·
- κάνω εμπόριο, είμαι έμπορος, εμπορεύομαι: «ο ένας του ο γιος έγινε επιστήμονας κι ο άλλος κάνει εμπόριο»·
- του εμπορίου, λέγεται για τα τρόφιμα που προσφέρονται στον καταναλωτή μαζικά και  βιομηχανοποιημένα σε αντιδιαστολή με αυτά που παρασκευάζονται στο σπίτι μόνο για τις ανάγκες της οικογένειας: «τα κουλουράκια της μητέρας μου είναι πολύ καλύτερα απ’ αυτά του εμπορίου || η μητέρα μου κάνει τουρσί μελιτζανάκι, που τύφλα να ’χει αυτό του εμπορίου».