ελπίδα, η, ουσ. [<αρχ. ἐλπίς], η ελπίδα· πρόσωπο ή πράγμα, στο οποίο ελπίζει κάποιος για κάτι: «είσαι η τελευταία μου ελπίδα κι αν δε με βοηθήσεις, θα καταστραφώ || η μόνη του ελπίδα πια, στη δύσκολη θέση που βρισκόταν, ήταν να του πέσει ένα λαχείο»·
- αν παρ’ ελπίδα, αν χωρίς να το περιμένουμε, αν απροσδόκητα: «αν παρ’ ελπίδα μου πέσει το λαχείο, θα κοιτάξω ν’ αποκαταστήσω τα παιδιά μου»·
- δίνω ελπίδα ή δίνω ελπίδες (σε κάποιον), με τη στάση μου ή με τη συμπεριφορά μου δίνω σε κάποιον την εντύπωση πως ενδίδω ή πως θα ενδώσω στις ερωτικές του επιδιώξεις: «τόσον καιρό μου έδινε ελπίδες με τα καμώματά της και τώρα κάνει πως δε με ξέρει». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν είχες πρόσωπ’ άβαφο και τα μαλλιά κοτσίδες και σ’ άλλους τόσους, σαν κι εμέ, τους έδινες ελπίδες)· 
- η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία, δηλώνει πως ο άνθρωπος ελπίζει πάντα ως την τελευταία στιγμή πως θα συμβεί κάτι, που θα ανατρέψει μια τραγική κατάσταση: «παρόλο που είχαν περάσει οχτώ μέρες απ’ το σεισμό, τα σωστικά συνεργεία εξακολουθούσαν να ψάχνουν μέσα στα ερείπια για τυχόν ζωντανούς, γιατί η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία»·
- μην κρέμεσαι ποτέ από μια μοναχά ελπίδα, θα πρέπει να έχεις πολλές εναλλακτικές λύσεις στη ζωή σου, αν θέλεις να πετύχεις: «θα πρέπει να είσαι πολύ καλά οργανωμένος στη ζωή σου για να προκόψεις και να μην κρέμεσαι ποτέ από μια μοναχά ελπίδα»·
- όποιος τρέφεται μ’ ελπίδες, πεθαίνει της πείνας, οι ελπίδες για κάτι καλό χωρίς παράλληλη προσπάθεια μας οδηγεί σε οικτρή αποτυχία: «κουνήσου, ρε παιδάκι μου, ενεργοποιήσου για να πάει μπροστά η δουλειά, γιατί, όποιος τρέφεται μ’ ελπίδες, πεθαίνει της πείνας»·
- πάμε στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα, βλ. λ. βάρκα·
- πετώ με τα φτερά της ελπίδας, βλ. λ. φτερό.