ελέφαντας, ο, ουσ. [<αρχ. ἐλέφας], ο ελέφαντας. 1. άνθρωπος τεραστίων διαστάσεων, πολύ χοντρός και δυσκίνητος: «πρόσεχε μη σε πατήσει αυτός ο ελέφαντας, γιατί θα σε λιώσει». Από τις τεράστιες διαστάσεις του ελέφαντα. 2. άνθρωπος που δεν ξεχνάει το κακό που του έχουμε κάνει και έχει στο νου του πάντα να βρει ευκαιρία να μας το ανταποδώσει: «αν του κάνεις κακό, είναι τόσο ελέφαντας, που και μετά από δέκα χρόνια, θα βρει την ευκαιρία να στη φέρει». Από το ότι ο ελέφαντας έχει πολύ γερό μνημονικό. Υποκορ. ελεφαντάκι, το·
- άντε ν’ αποδείξεις πως δεν είσαι ελέφαντας, λέγεται στην περίπτωση που δε θέλει να αποδεχτεί κάποιος κάτι που είναι αυτονόητο, προφανές και ιδίως στην περίπτωση, όταν αναφερόμαστε στην κρατική ή στρατιωτική έλλειψη κατανόησης ή λογικής: «ενώ είχα το σπίτι μου δυο χρόνια κλειστό, επειδή έλειπα στο εξωτερικό, μου ’ρθε ρεύμα εφτακόσιες χιλιάδες και τώρα άντε ν’ αποδείξεις στη Δ.Ε.Η. πως δεν είσαι ελέφαντας || άργησα μια μέρα να επιστρέψω στο στρατόπεδο, επειδή οι καταληψίες της εθνικής οδού είχαν απαγορεύσει κάθε διέλευση τροχοφόρου, και τώρα, άντε ν’ αποδείξεις στο διοικητή σου πως δεν είσαι ελέφαντας»·
- αφήνει να περάσει ο ελέφαντας και δείχνει το κουνούπι, βλ. λ. κουνούπι·
- είναι σαν να τον πάτησε ελέφαντας, είναι τόσο άσχημος, που φαίνεται σαν να είναι παραμορφωμένος: «ξεχωρίζει αμέσως απ’ όλους τους άλλους, γιατί είναι σαν να τον πάτησε ελέφαντας»·
- έχει μνήμη ελέφαντα, βλ. λ. μνήμη·
- κάνει τη μύγα ελέφαντα, μεγαλοποιεί κάποιο ασήμαντο γεγονός: «ό,τι και να σου πει για το πώς έγινε το δυστύχημα μην τον πιστεύεις, γιατί συνηθίζει να κάνει τη μύγα ελέφαντα». Συνών. κάνει την τρίχα τριχιά / κάνει τον ψύλλο καμήλα.