ελεημοσύνη, η, ουσ. [<μτγν. ἐλεημοσύνη], η ελεημοσύνη· πολύ μικρή παροχή που ο αποδέκτης τη θεωρεί ευτελή, εξευτελιστική, προσβλητική: «εγώ σου τελείωσα τη δουλειά που μου ανέθεσες κι απαιτώ να πληρωθώ κανονικά, γιατί αυτά που εσύ μου δίνεις είναι ελεημοσύνη. Ε, λοιπόν, σε πληροφορώ πως δε θέλω ελεημοσύνη, κατάλαβες;»·
- δίνω ελεημοσύνη, βλ. φρ. κάνω ελεημοσύνη· 
- κάνω ελεημοσύνη, ελεώ: «όταν έχω λεφτά και δω κάποιον φτωχό, αμέσως κάνω ελεημοσύνη»·
- το σπίτι σου όταν πεινάει, ελεημοσύνη μην κάνεις, βλ. λ. σπίτι.