ελαφίνα, η, κ. λαφίνα, η ουσ. [<ελάφι], η ελαφίνα. 1. γυναίκα όμορφη, λυγερή και με ανάλαφρη περπατησιά: «όταν περνάει αυτή η ελαφίνα από μπροστά μας, μας τρέχουν τα σάλια». Συνών. γαζέλα. 2. γυναίκα με ωραία μάτια, που μεταδίδουν καλοσύνη: «τον κάρφωσε με τα μάτια της μια λαφίνα κι από τότε έχει πέσει του θανατά από έρωτα».