έλα, ρ. [προστακτ. του ρ. έρχομαι], 1. προστάζει κάποιον με καλή ή απειλητική διάθεση: «έλα δω, δε θα σε πειράξω || έλα και θα δεις τι έχεις να πάθεις!». 2α. έλα! ως προτρεπτικό μόριο: «έλα, δουλειά παιδιά!». β. λέγεται και με επιθετική διάθεση: «έλα, επιτέλους, πάψε τη φλυαρία!». (Λαϊκό τραγούδι: έλα και στρίβε λόγια, μην ξηγιέσαι μ’ απονιά, πριν ακουστούνε μοιρολόγια για τα σε στη γειτονιά). γ. λέγεται και με παρακλητική διάθεση σε κάποιον να κάνει κάτι για μας: «έλα, σε παρακαλώ, πετάξου μέχρι το σπίτι μου και πες στον αδερφό μου να ’ρθει!». δ. πολλές φορές, με την έννοια λέγε, ορίστε, τι θέλεις: «Βασίλη! -Έλα!»· βλ. και λ. έρχομαι. (Ακολουθούν 73 φρ.)·
- αν βαστάει ο κώλος σου, έλα ή αν σου βαστάει ο κώλος, έλα, βλ. λ. κώλος·
- αν βαστάνε τα κότσια σου, έλα ή αν σου βαστάνε τα κότσια, έλα, βλ. λ. κότσι·
- αν βαστάς, έλα ή να σου βαστάει, έλα, βλ. λ. βαστώ·
- αν είσαι άντρας, έλα να λογαριαστούμε ή αν είσαι άντρας, έλα να μετρηθούμε, βλ. λ. άντρας·
- αν έχεις αρχίδια, έλα να λογαριαστούμε ή αν έχεις αρχίδια, έλα να μετρηθούμε, βλ. λ. αρχίδι·
- αν έχεις κώλο, έλα, βλ. λ. κώλος·
- αν έχεις νύχια, έλα να μας τα ξύσεις (ενν. τα αρχίδια), βλ. λ. ξύνω·
- αν έχεις παντελόνια, έλα βλ. λ. παντελόνι·
- αν κρατάει ο κώλος σου, έλα ή αν σου κρατάει ο κώλος, έλα, βλ. λ. κώλος
- αν κρατάνε τα κότσια σου, έλα ή αν σου κρατάνε τα κότσια, έλα, βλ. λ. κότσι·
- αν κρατάς, έλα ή αν σου κρατάει, έλα, βλ. λ. κρατώ·
- αν έχεις (τα) κότσια, έλα, βλ. λ. κότσι·
- αν τολμάς, έλα, βλ. λ. τολμώ·
- αν φοράς παντελόνια, έλα, βλ. λ. παντελόνι·
- άνθρωπος του έλα να δεις, βλ. λ. άνθρωπος·
- για έλα απ’ το ιδιαίτερο! βλ. λ. ιδιαίτερο·
- έγινε το έλα να δεις, βλ. λ. γίνομαι·
- είμαι στο σύρε κι έλα, βλ. λ. σέρνω·
- έλα! ή έλα δα! ή έλα μωρέ! ή έλα ρε! επιφώνημα έκπληξης, ειρωνείας, αμφισβήτησης, δυσπιστίας ή δυσαρέσκειας, ανάλογα με το ύφος και τον τόνο της φωνής με τον οποίο λέγεται: «ο τάδε έγινε διευθυντής. -Έλα δα, πώς τα κατάφερε! || ο τάδε βγήκε πρώτος στο τρέξιμο. -Έλα μωρέ, αυτός μέχρι να σηκώσει το δεξί του βρωμάει τ’ αριστερό του! || αποφάσισα να σου δώσω τα δανεικά που μου ζήτησες. -Έλα! || έλα, ρε παιδάκι μου, σταμάτα, επιτέλους, αυτή την γκρίνια!»·
- έλα γεια σου! βλ. λ. γεια·
- έλα με την όπισθεν! (ενν. και κλάσε μας (μου) τ’ αρχίδια!), βλ. λ. όπισθεν·
- έλα μου! α. απειλητική έκφραση σε κάποιον να πλησιάσει, για να του επιβάλλουμε κάποια τιμωρία, ιδίως με ξυλοδαρμό: «έλα μου, που είσαι όλο αταξίες και που κάποιος πρέπει, επιτέλους, να σε βάλει στη θέση σου!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το για. β. έκφραση ενθουσιασμού, ιδίως για γυναίκα που θαυμάζουμε την ομορφιά της ή που την αγαπάμε. (Λαϊκό τραγούδι: έλα μου, κοπέλα μου, μέσα στην όμορφη τούτη βραδιά, έλα μου, κοπέλα μου, να διώξεις την παγωνιά). γ. λέγεται και επαναλαμβανόμενο εν είδει ταχταρίσματος, με παράλληλη χειρονομία του ομιλούντος με την οποία οι δυο παλάμες του με κάθε έλα μου! ανοιγοκλείνουν καλώντας προς το μέρος του το μωρό ή το πολύ μικρό παιδί·
- έλα μου το! α. λέγεται χαϊδευτικά εν είδει ταχταρίσματος, με παράλληλη χειρονομία του ομιλούντος με την οποία οι δυο παλάμες του με κάθε έλα μου το! ανοιγοκλείνουν καλώντας προς το μέρος του το μωρό ή το πολύ μικρό παιδί. (Λαϊκό τραγούδι: έλα μου το,δεν έρχομαι, είμαι μικρό και ντρέπομαι). Πολλές φορές, επαναλαμβανόμενο. β. λέγεται και εν είδει απειλής: «έλα μου το και πες μου ποιος έσπασε το βάζο;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το για·
- έλα μουνί στη θέση σου! βλ. λ. μουνί·
- έλα μουνί στον τόπο σου! βλ. λ. μουνί·
- έλα μπαμπά να σου δείξω πού το ’χ’ η νενέ μου, βλ. λ. μπαμπάς·
- έλα μπράβο! βλ. λ. μπράβο·
- έλα μωρέ! βλ. λ. μωρέ·
- έλα να δεις και μην κάτσεις ή έλα να δεις και μην πάρεις, (στη νεοαργκό) λέγεται για καταστάσεις που είναι γελοίες ή δυσάρεστες, που κινούν την περιέργειά μας ως θεατών, αλλά δε θέλουμε να συμμετέχουμε: «μόλις έσβησαν τα φώτα κι άρχισε το πρόγραμμα, έγινε το έλα να δεις και μην κάτσεις || πού πήγα κι έμπλεξα, ρε γαμώτο, γιατί έλα να δεις και μην πάρεις είναι αυτός ο άνθρωπος»·
- έλα να δούμε ποιος είναι ποιος, βλ. λ. ποιος·
- έλα να σου πω δυο λεξούλες, βλ. λ. λεξούλα·
- έλα να σου σπρεχάρω δυο φωνήεντα, βλ. λ. φωνήεντο·
- έλα να σου ψιθυρίσω δυο λεξούλες, βλ. λ. λεξούλα·
- έλα ντε! βλ. λ. ντε·
- έλα όμως που ή έλα που ή μα έλα που, α. (με εναντιωματική σημασία) έκφραση που δηλώνει απροσδόκητη έκβαση μιας υπόθεσης ή ενέργειας, αντίθετη προς αυτήν που είχε διαφανεί, που είναι δύσκολο ή αδύνατο να πραγματοποιηθεί: «πίστευε πως θα με τουμπάρει, έλα όμως που εγώ είμαι παλιά καραβάνα και τον πήρα χαμπάρι τι απατεώνας είναι!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το μα. (Τραγούδι: μα έλα που δεν μπορώ, πλέον ν’ αντισταθώ).β. έκφραση που δηλώνει πως αυτό που αναφέρθηκε προηγουμένως αποτελεί αναγκαίο κακό: «θέλω κι εγώ να χτίσω ένα σπιτάκι στην εξοχή, έλα όμως που δεν υπάρχουν τα λεφτά!». (Λαϊκό τραγούδι: σατανική εφεύρεση στον κόσμο τα λεφτά, μα έλα που δεν κάνουμε χωρίς αυτά). Και εδώ πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μα·
- έλα όπως είσαι, α. με αυτά τα ρούχα που φοράς: «δεν προλαβαίνουμε, αν πας ν’ αλλάξεις, γι’ αυτό έλα όπως είσαι». β. έκφραση θαυμασμού και αποδοχής, ιδίως σε πολύ όμορφη ή σε πολύ αγαπητή μας γυναίκα. (Λαϊκό τραγούδι: έλα όπως είσαι, έλα όπως είσαι, μη μου χαλάς τα γούστα μου και τη φωτιά μου σβήσε). γ. έκφραση ενθουσιασμού σε όμορφη γυναίκα εν ώρα γλεντιού, σε στιγμές κεφιού. (Λαϊκό τραγούδι: στα κέφια πάνω, κούκλα μου, θα κάνουμε στραπάτσα, για γούστο θα το κάψουμε, λεφτά υπάρχουν μάτσα, έλα μάνα μου, όπως είσαι, έλα όπως είσαι
- έλα πάλι! έκφραση δυσφορίας σε άτομο που μας ενοχλεί επανειλημμένα ζητώντας ή αναφέροντάς μας κάτι, με την έννοια τι θέλεις πάλι(!): «μπορώ να σε διακόψω για λίγο; -Έλα πάλι!»·
- έλα Παναγιά μου! ή έλα Χριστέ μου! ή έλα Χριστέ και Κύριε! ή έλα Χριστέ και Παναγία! ή έλα  Χριστέ και Παναγιά μου! ή έλα Χριστέ κι Απόστολε! επιφώνημα έκπληξης, ειρωνείας, δυσπιστίας ή δυσαρέσκειας, ανάλογα με το ύφος και τον τόνο της φωνής με τον οποίο λέγεται·
- έλα παππού μου να σου δείξω που το ’χ’ η γιαγιά μου ή έλα παππού μου να σου δείξω πού είναι της μανιάς μου ή έλα παππού να σου δείξω τ’ αμπελοχώραφά σου ή έλα παππού μου να σου δείξω το σπιτικό σου, βλ. λ. παππούς·
- έλα που…!  βλ. φρ. έλα όμως που(…)·
- έλα που σε θέλω! ή έλα και σε θέλω! ειρωνική ή απειλητική πρόσκληση, με την έννοια έλα εδώ να δεις τι σε περιμένει, έλα εδώ να δεις τι θα πάθεις. Πολλές φορές, συνοδεύεται από νευρικό κούνημα του κεφαλιού ή από επαναληπτική κίνηση του δείκτη λυγισμένου·
- έλα ρε ήρωα! βλ. λ. ήρωας·
- έλα στα γνωστικά σου, βλ. λ. γνωστικός·
- έλα στα λογικά σου, βλ. λ. λογικός·
- έλα στα μυαλά σου, βλ. λ. μυαλό·
- έλα στα συγκαλά σου, βλ. λ. συγκαλά·
- έλα στα σωστά σου, βλ. λ. σωστός·
- έλα στη θέση μου, βλ. λ. θέση·
- έλα στο διά ταύτα, βλ. λ. ταύτα·
- έλα στο ζουμί, βλ. λ. ζουμί·
- έλα στο θείο! βλ. λ. θείος·
- έλα στο παρασύνθημα, βλ. λ. παρασύνθημα·
- έλα στο προκείμενο, βλ. λ. προκείμενο·
- έλα στο ψαχνό, βλ. λ. ψαχνό·
- έλα στο ψητό, βλ. λ. ψητό·
- έλα στον παππού! βλ. λ. παππούς·
- έλα τώρα! έκφραση με την οποία θέλουμε να δηλώσουμε σε κάποιον πως δεν ευσταθούν αυτά που μας λέει ή πως υπερβάλλει: «έλα τώρα, αφού δεν έγιναν έτσι τα πράγματα! || είσαι ο ομορφότερος άντρας του κόσμου. -Έλα τώρα!»·
- έλα τώρα ντε! βλ. λ. ντε·
- έλα ύπνε και πάρε το, βλ. λ. ύπνος·
- ελάτ’ εσείς οι γνωστικοί να φάτε του τρελού το βιος, βλ. λ. βιος·
- όμως έλα που…, βλ. λ. έλα όμως που(…)·
- θα γίνει το έλα να δεις, βλ. λ. γίνομαι·
- πάνε έλα, βλ. φρ. πήγαιν’ έλα·
- πήγαιν’ έλα, (για πορεία, διαδρομή) το να πηγαίνει κανείς κάπου και να επιστρέφει: «Θεσσαλονίκη Αθήνα, πήγαιν’ έλα, είναι περίπου χίλια χιλιόμετρα»· βλ. και λ. πηγαινέλα·
- πιες λάδι κι έλα βράδυ, βλ. λ. λάδι·
- τα πήγαιν’ έλα ή το πήγαιν’ έλα, βλ. φρ. τα σύρε κι έλα. (Λαϊκό τραγούδι: θα κεντήσω πάνω στ’ αλόγου σου τη σέλα με διαμαντόπετρες σωρό του φεγγαριού το πήγαιν’ έλα στο πελαγίσιο το νερό. Αγόρι μου να σε χαρώ
- τα σύρε κι έλα ή το σύρε κι έλα, α. το συνεχές περπάτημα όταν, αυτός που περπατάει, φτάνει σε ένα σημείο και επιστρέφει πάλι εκεί από όπου ξεκίνησε για κάποιο σκοπό: «δε βαρέθηκε τόση ώρα τα σύρε κι  έλα κάτω απ’ το παράθυρό της;». (Λαϊκό τραγούδι: το σύρε κι έλα άρχισα ξανά στη γειτονιά σου, ας όψονται τα κάλλη σου κι η άπονη καρδιά σου).β. το να φεύγει και να επιστρέφει κανείς συνέχεια σε κάποιο χώρο χωρίς ιδιαίτερο λόγο: «δε βαρέθηκες τα σύρε κι έλα σε κείνο το μπαράκι;». (Παιδικό τραγούδι: ήθελε η μούρη του (ενν. του γαϊδάρου) να φορέσει σέλα και να καμαρώνεται με το σύρε κι έλα
- το έλα να δεις, λέγεται σε περίπτωση που συμβαίνει κάτι πάρα πολύ ωραίο, κάτι εκπληκτικό ή κάτι πάρα πολύ άσχημο. Συνήθως δίνεται ως απάντηση στην ερώτηση κάποιου με το έγινε: «τι έγινε χτες βράδυ στο χορό; -Το έλα να δεις || έγινε μεγάλη φασαρία; -Το έλα να δεις». Από την εικόνα των ανθρώπων που μαζεύονται να δουν κάτι που κινεί την περιέργειά τους·
- το πολύ το πάνε κι έλα, φέρνει και μεγάλη τρέλα, βλ. λ. τρέλα·
- τον έχω στο πήγαιν’ έλα, βλ. φρ. τον έχω στο σύρε κι έλα·
- τον έχω στο σύρε κι έλα, τον υποχρεώνω να πηγαινοέρχεται συνέχεια στο χώρο που βρίσκομαι, μέχρι να τον εξυπηρετήσω, να τον βοηθήσω ή να ικανοποιήσω κάποια απαίτησή του σε βάρος μου: «επειδή θέλω να του σπάσω τον τσαμπουκά, γιατί πάντα συμπεριφερόταν ακατάδεκτα, τον έχω στο σύρε κι έλα μέχρι να του δώσω τα λεφτά που του χρειάζονται || του χρωστώ εκατό χιλιάρικα και τον έχω στο σύρε κι έλα, μέχρι να τα βρω να του τα δώσω»·   
- φάε αλάτι κι έλα στο κρεβάτι, βλ. λ. αλάτι·
- φάε λάδι κι έλα βράδυ, βλ. λ. λάδι.