εικόνισμα, το, ουσ. [<μσν. εικόνισμα], το εικόνισμα και συνήθως στον πλ. τα εικονίσματα, το σύνολο των ιερών εικόνων στο εικονοστάσι που έχει κάθε σπίτι: «απ’ τη μέρα που παντρεύτηκε, έχει βάλει τα στέφανα του γάμου της στα εικονίσματα του σπιτιού της»·
- θα σε κάνω εικόνισμα, λέγεται ως πρόθεσή μας στην περίπτωση που ζητάμε από κάποιον μια σοβαρή εκδούλευση ή ως ένδειξη απέραντης ευγνωμοσύνης σε κάποιον που μας πρόσφερε μια σπουδαία εκδούλευση ή που μας έβγαλε από κάποια πολύ δύσκολη θέση. Από το ότι τα εικονίσματα δέχονται τις εκδηλώσεις λατρείας του κόσμου·
- τον έκανα εικόνισμα, του έδειξα απεριόριστη ευγνωμοσύνη για κάτι καλό που μου έκανε: «απ’ τη μέρα που με βοήθησε να πάει καλά η δουλειά μου, τον έκανα εικόνισμα αυτόν τον άνθρωπο»· βλ. και φρ. τον έκανα Παναγία, λ. Παναγία·
- τον έχω εικόνισμα, τον πιστεύω, τον εκτιμώ, τον υπολογίζω, τον θαυμάζω, τον σέβομαι απεριόριστα: «απ’ τη μέρα που με βοήθησε αυτός ο άνθρωπος, τον έχω εικόνισμα».