εδωπέρα, επίρρ. [<εδώ + πέρα], σε αυτό το σημείο της συζήτησης ή σε αυτόν τον τόπο, σε αυτόν το χώρο που βρισκόμαστε και κουβεντιάζουμε: «όσο και να το υποστηρίζεις, σε πληροφορώ πως εδωπέρα έχεις λάθος || δεν ξέρω τι κάνετε εσείς στα μέρη σας, πάντως εμείς εδωπέρα συμπεριφερόμαστε με διαφορετικό τρόπο || εδωπέρα που μαζευτήκαμε, πρέπει ο καθένας να εκφράσει τη γνώμη του».