δώρο, το, πλ. τα δώρα, ουσ. [<αρχ. δῶρον]. 1. τα αντικείμενα που προσφέρονται σε κάποιον από συγγενείς, γνωστούς και φίλους, ως ένδειξη ευχαριστίας, ευγνωμοσύνης ή φιλίας, τα αντικείμενα που δίνονται σε κάποιον τη μέρα της γιορτής του και πιο σπάνια των γενεθλίων του, ιδίως τα αντικείμενα εκείνα που προσφέρονται σε ένα νιόπαντρο ζευγάρι από συγγενείς, γνωστούς και φίλους ως χειρονομία βοήθειας για τη δημιουργία του σπιτικού τους: «επειδή τον εξυπηρέτησε, του ’στειλε δώρο ένα ασημένιο πιάτο || στη γιορτή του, όλοι οι φίλοι του έβαλαν ρεφενέ και του πήραν δώρο ένα χρυσό ρολόι || σχεδόν όλα τα κουζινικά του σπιτιού τους, όταν παντρεύτηκαν, τα μάζεψαν από τα δώρα των συγγενών και των φίλων τους». 2. το επιπλέον χρηματικό ποσό που χρεώνεται νόμιμα σε ένα λογαριασμό κατά τη διάρκεια των γιορτών (Χριστουγέννων και Πάσχα) και που εισπράττεται από έναν ορισμένο κλάδο εργαζομένων που μας προσφέρουν συγκεκριμένη υπηρεσία (ταξιτζήδες, σερβιτόροι), κάτι που για τους δημόσιους και ιδιωτικούς υπαλλήλους είναι κεκτημένο δικαίωμα και που τα Χριστούγεννα το δώρο αυτό ισούται με ένα μισθό, γι’ αυτό και λέγεται δέκατος τρίτος μισθός, ενώ το Πάσχα και στην αρχή του καλοκαιριού (για να πάνε να κάνουν τα μπάνια τους οι άνθρωποι) ισούται με μισό μισθό. Υποκορ. δωράκι, το· 
- βασιλικό δώρο, πολύ πλούσιο: «ο νονός της της έκανε για τη γιορτή της ένα βασιλικό δώρο»· 
- δώρο άδωρο, προσφορά που δεν έπιασε τόπο, προσφορά ανώφελη, άχρηστη: «τώρα που ήρθες να με βοηθήσεις είναι δώρο άδωρο, γιατί ήδη έχω χρεοκοπήσει»·
- δώρο εξ ουρανού, βλ. φρ. δώρο Θεού·
- δώρο Θεού, α. αναπάντεχη και πολύ μεγάλη εύνοια της τύχης, αναπάντεχο και πολύ ευχάριστο γεγονός: «το λαχείο που μου ’πεσε ήταν δώρο Θεού, γιατί βρισκόμουν σε πολύ άσχημη κατάσταση || η βροχή μέσ’ στο κατακαλόκαιρο ήταν δώρο Θεού για τους αγρότες». β. οποιοδήποτε χάρισμα, σωματικό, διανοητικό ή ψυχικό, που κατέχει κανείς εκ φύσεως, που του έχει δοθεί από το Θεό: «αυτό το υπέροχο κορμί που έχεις είναι δώρο Θεού και πρέπει να το προσέχεις || αυτή η ευστροφία που τον διακρίνει είναι δώρο Θεού»·
- δώρο, και μικρό, μεγάλη χάρη έχει, η αξία ενός δώρου δεν έγκειται στο πόσο ακριβό είναι, αλλά στο ότι μας θυμήθηκαν, πράγμα που μας χαροποίησε: «βέβαια ένα ακριβό δώρο δημιουργεί μεγάλη εντύπωση, όμως δώρο, και μικρό, μεγάλη χάρη έχει»·
- θείο δώρο, βλ. φρ. δώρο Θεού·
- οι τρεις Μάγοι με τα δώρα ή σαν τους τρεις Μάγους με τα δώρα, λέγεται για κάποιον που πηγαίνει κάπου φορτωμένος με πλούσια δώρα: «κάθε φορά που έρχεται ο παππούς στο σπίτι, τα εγγόνια του κάνουν τρελές χαρές, γιατί είναι φορτωμένος σαν τους τρεις Μάγους με τα δώρα»·
- τα δώρα και θεούς πείθουν, βλ. λ. θεός·
- το δώρο ή την κουρτίνα; βλ. λ. κουρτίνα.