δράκος, ο, ουσ. [<αρχ. δράκων <δέρκομαι (= παρατηρώ)], ο δράκος. 1. άνθρωπος σκληρός και αιμοβόρος: «πάψε να κάνεις παρέα μ’ αυτόν το δράκο, αν θέλεις να ’χεις το κεφάλι σου ήσυχο». 2. (στη λαογραφία) χαρακτηρισμός βρέφους μέχρι να βαπτιστεί για να είναι δυνατό σαν δράκος (αφού από τη στιγμή που θα βαπτιστεί θα έχει τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος). 3. (στην αγιογραφία και γενικά στη χριστιανική θρησκεία) το σύμβολο του διαβόλου. 4. (στη γλώσσα της φυλακής), ο κρατούμενος που βρίσκεται στη φυλακή για αποπλάνηση ανηλίκου: «όταν έμαθαν πως είναι δράκος, έκοψαν να του κάνουν παρέα». 5. (στη νεοαργκό) αυτός που επισκέπτεται διαδοχικά διάφορα μέρη όπου συχνάζουν κυρίως γυναίκες μόνες, με σκοπό τη σύναψη εφήμερου ερωτικού δεσμού, που τις πιο πολλές φορές το πετυχαίνει με διάφορες ψεύτικες υποσχέσεις: «αφού βγήκε στη γύρα αυτός ο δράκος, σίγουρα θα μας φέρει κανένα ξέκωλο». Αναφορά στον Δράκο, ήρωα της τηλεοπτικής σαπουνόπερας του Ν. Φώσκολου. Ισχύει και για γυναίκα: «είναι ένας δράκος αυτή, που δεν της ξεφεύγει κανένας άντρας!». 6. προσωνυμία του μπασκετμπολίστα και μετέπειτα προπονητή της εθνικής ομάδας μπάσκετ ο οποίος το 2005 στο Βελιγράδι οδήγησε την εθνική ομάδα στην κατάκτηση του ευρωπαϊκού κυπέλλου: «λόγω του πάθους με το οποίο έπαιζε ο Παναγιώτης Γιαννάκης, φίλοι και εχθροί τον αποκαλούσαν δράκο». 7. (γενικά) ο βιαστής και δολοφόνος γυναικών, που κυκλοφορεί ακόμη ελεύθερος και τρομοκρατεί με τα αλλεπάλληλα χτυπήματά του (ο πιο γνωστός ήταν ο δράκος του Σέιχ-Σου). (Λαϊκό τραγούδι: θα γίνω δράκος του Συγγρού μια νύχτα θα διαλέξω και θα ’ρθω γόησσα λουλού ξανθιά μου να σε κλέψω
- είναι δράκου γέννα, α. είναι δόλιος, καταχθόνιος, σατανικός: «πρόσεχε μ’ αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί είναι δράκου γέννα και μπορεί να βρεθείς μπλεγμένος». β. είναι πανέξυπνος, τετραπέρατος, καπάτσος: «δεν μπορεί κανένας να τον στριμώξει, γιατί είναι δράκου γέννα και πάντα ξέρει να ξεγλιστράει»·
- το κυνήγι του δράκου, (στη γλώσσα των ναρκωτικών) το κάπνισμα της ηρωίνης: «μόλις βγήκε απ’ την κοινότητα, έπεσε πάλι στο κυνήγι του δράκου»·
- τρώει σαν δράκος ή τρώει σαν το δράκο, τρώει με μεγάλη λαιμαργία και σε ποσότητα, είναι αχόρταγος: «δεν μπορώ να καταλάβω αυτόν τον άνθρωπο, γιατί, ενώ απ’ τη μια τρώει σαν δράκος, απ’ την άλλη δε βάζει δράμι απάνω του». Συνών. τρώει σαν βόδι / τρώει σαν λύκος / τρώει σαν φίδι.