δούλεψη, η, ουσ. [<μτγν. δούλευσις <δουλεύω]. 1. (γενικά) η εργασία, η δουλειά: «δεν έχει μόνιμη δούλεψη και τρέχει μια στον έναν και μια στον άλλον». 2. αμοιβή εργασίας: «θέλω να μου δώσεις εδώ και τώρα τη δούλεψή μου». 3. με τις κτητ. αντων. μου, σου, του, της, μας, σας, τους, των, δουλειά μου, επιχείρησή μου: «θα σε πάρω στη δούλεψή μου || τον έχει στη δούλεψή του»·
- είναι στη δούλεψή μου, βλ. φρ. τον έχω στη δούλεψή μου·
- τον έχω στη δούλεψή μου, ανήκει στο δικό μου εργατικό ή υπαλληλικό δυναμικό, είναι υποτακτικός μου ή ανήκει στη δική μου παράνομη ομάδα: «τον τάδε τον έχω στη δούλεψή μου».