διπλό, το, ουσ. [ουδ. του επιθ. διπλός]. 1. (για ποτά) η διπλή ποσότητα από την κανονική: «θα πιες ένα ουζάκι; -Βάλ’ το διπλό || πίναμε ουίσκι και του κέρασα ένα διπλό». (Λαϊκό τραγούδι: βάλε ένα διπλό ακόμα, βάλε ένα διπλό, να μεθύσω, να ξεχάσω, αντίο να σου πω). 2.(για παιχνίδια, ιδίως για τάβλι) όταν το ένα κερδισμένο παιχνίδι υπολογίζεται για δυο σε αντιδιαστολή με το μονό, που υπολογίζεται για ένα: «ήμασταν τρία τρία, βγαίναμε στα πέντε και του πήρα το τελευταίο παιχνίδι διπλό». 3. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) βλ. λ. δίτερμα· βλ. και λ. διπλές·
- το παίζω διπλό, α. (για προπό), προβλέπω πως θα νικήσει η ομάδα που αναφέρεται δεύτερη στο δελτίο του προπό: «τον αγώνα Ηρακλής Άρης το παίζω διπλό», δηλ. προβλέπω πως θα κερδίσει ο Άρης. β. από τα τρία σημεία του προπό 1, 2, Χ (= ισοπαλία) σημειώνω τα δυο, οπότε έχω δυο πιθανότητες να προβλέψω σωστά: «τον αγώνα Π.Α.Ο.Κ. Άρης, το παίζω διπλό», δηλ., είτε κερδίσει ο Π.Α.Ο.Κ. είτε ο Άρης προβλέπω σωστά.