δικαστής, ο, ουσ. [<αρχ. δικαστής <δικάζω], ο δικαστής·
- έχει ύφος δικαστή, βλ. συνηθέστ. έχει ύφος δέκα καρδιναλίων, λ. ύφος·
- με ύφος δικαστή, βλ. συνηθέστ. με ύφος δέκα καρδιναλίων, λ. ύφος·
- να φοβάσαι τα πισινά του μουλαριού, τα μπροστινά του μοναχού και την απόφαση του δικαστού, βλ. λ. φοβάμαι·
- παίρνει ύφος δικαστή, βλ. συνηθέστ. παίρνει ύφος δέκα καρδιναλίων, λ. ύφος.