διδάξας, -ασα, -αν, επίθ. [μτχ. αορ. του ρ. διδάσκω], ιδίως εύχρ. στη φρ. ο πρώτος διδάξας, α. αυτός που πρώτος διατύπωσε ή εφάρμοσε μια μέθοδο και που στη συνέχεια την ακολούθησαν και άλλοι: «είναι ο πρώτος διδάξας να συσκευάζει το άγριο τσάι του βουνού σε φακελάκια και να το πουλάει στα σούπερ μάρκετ || είναι ο πρώτος διδάξας της διακίνησης κάποιου εμπορεύματος πόρτα πόρτα». β. αυτός που πρώτος έδωσε κάποιο κακό παράδειγμα και που στη συνέχεια ακολουθήθηκε και από άλλους: «να μη με κατηγορεί ο τάδε ότι κάνω δήθεν προσλήψεις απ’ το παράθυρο, γιατί αυτός είναι ο πρώτος διδάξας, όταν ήταν διευθυντής».