διαλογή, η, ουσ. [<αρχ. διαλογή <διαλέγω], η διαλογή·
- δεύτερης διαλογής, α. (για προϊόντα) που είναι κατώτερης ποιότητας: «δεν ψωνίζω απ’ αυτό το μαγαζί, γιατί έχει πράγματα δεύτερης διαλογής». β. (για πρόσωπα) είναι αμφίβολης ηθικής και χαρακτήρα: «ο φίλος σου αποδείχτηκε δεύτερης διαλογής, γιατί, όταν του ζήτησα να με βοηθήσει, έκανε πως δε με γνώριζε»·
- είναι διαλογής, (για προϊόντα), δεν είναι καλής ποιότητας, έχουν κάποιο ελάττωμα: «μέσα στο πανέρι υπάρχουν ρούχα διαλογής»·
- πρώτης διαλογής, α. (για προϊόντα) που είναι πολύ καλής ποιότητας: «ψωνίζω πάντα απ’ αυτό το μαγαζί, γιατί έχει πράγματα πρώτης διαλογής». β. (για πρόσωπα) είναι άψογης ηθικής και χαρακτήρα: «πρέπει να χαίρεσαι για το φίλο σου, γιατί αποδείχτηκε πρώτης διαλογής».