αεροπλάνο, το, ουσ. [<γαλλ. aéroplane <αρχ. ἀερόπλανος (= που περιπλανιέται στον αέρα) <αερο- + πλανῶμαι], το αεροπλάνο. Υποκορ. αεροπλανάκι, το, μικρό ομοίωμα αεροπλάνου από μέταλλο, πλαστικό ή αυτοσχέδια κατασκευή από χαρτί, που χρησιμοποιείται από τα παιδιά για παιχνίδι: «στα γενέθλιά του, ο πατέρας του του έκανε δώρο ένα αεροπλανάκι || έσκιζε τα φύλλα του τετραδίου του, τα έκανε αεροπλανάκια και τα πετούσε απ’ το παράθυρό του στο δρόμο»·
- έγινε αεροπλάνο, εκνευρίστηκε, θύμωσε πάρα πολύ: «του είπαν πως ο αδερφός του γυρνούσε μεθυσμένος στους δρόμους κι έγινε αεροπλάνο»·  βλ. και φρ. έγινε αεριωθούμενο, λ. αεριωθούμενο·
- κατεβάζω τ’ αεροπλάνο, το προσγειώνω: «παρόλη την ομίχλη που είχε στο αεροδρόμιο, ο κυβερνήτης κατέβασε τ’ αεροπλάνο»·
- με πειράζει τ’ αεροπλάνο, βλ. φρ. με πιάνει τ’ αεροπλάνο·
- με πιάνει τ’ αεροπλάνο, μου προξενεί ναυτία: «εγώ θα ’ρθω με το τρένο, γιατί με πιάνει τ’ αεροπλάνο»·
- μη φας, θα ’χουμε φτερούγες απ’ αεροπλάνο, βλ λ. φτερούγα·
- σηκώνω τ’ αεροπλάνο, το απογειώνω: «ο κυβερνήτης έδωσε όλη την ισχύ στις μηχανές και σήκωσε τ’ αεροπλάνο»·
- το ’κανε αεροπλάνο (ενν. το αυτοκίνητό του), ανέπτυξε όλη τη δυνατή ταχύτητα. (Λαϊκό τραγούδι: καν’ τ’ αμάξι αεροπλάνο, αν αργήσω την αγάπη μου τη χάνω
- τον έκανε αεροπλάνο, α. τον εκνεύρισε, τον θύμωσε πάρα πολύ: «του είπε πως έχασε πάλι η ομαδάρα του και τον έκανε αεροπλάνο». Ίσως από το θόρυβο που προκαλεί το αεροπλάνο κατά τη στιγμή της απογείωσής του ή όταν πετάει σε χαμηλό ύψος και που είναι εκνευριστικός. β. του προκάλεσε μεγάλη χαρά. (Λαϊκό τραγούδι: ένα σου φιλάκι φτάνει, αεροπλάνο να με κάνει). Ίσως από το ότι το αεροπλάνο πετάει, όπως «πετάει κάποιος από τη χαρά του».